Της Στεύης Τσούτση.
Μη με χτυπάς.
Σε παρακαλώ, πονάω.
Και δεν ξέρω τι ψέμα να πω στη δασκάλα μου όταν θα δει τα μελανά μου σημάδια.
Πόρτα, σκάλα, μπάλα, απροσεξία.
Πως θα την πείσω ότι είμαι απρόσεκτος όταν εγώ είμαι που βρίσκω τα λάθη όλων των συμμαθητών μου στον πίνακα;
Πως θα την πείσω ότι σκουντουφλάω συνέχεια και πέφτω;
Σταμάτα να με πονάς…
Μη με βρίζεις.
Έκανα μια αταξία. Ήταν μια άτυχη στιγμή. Μια στραβή μπαλιά και μια γλάστρα αναποδογυρισμένη στην αυλή.
Μη μου φωνάζεις. Θα τα μαζέψω μόνος μου.
Όπως μόνος μου φτιάχνω το δωμάτιο μου και περνάς και το ελέγχεις.
Μόνο μη μου μιλάς άσχημα, σε παρακαλώ.
Μη με προσβάλλεις.
Μπορεί να είμαι χοντρός, στραβοκάνης ή αλλήθωρος. Να έχω ακμή, τριχοφυΐα ή οτιδήποτε άλλο. Μπορεί να μην είμαι τόσο όμορφος όσο θέλησες. Μπορεί να μην είμαι καθόλου όμορφος. Μπορεί να κάνω νευρικές κινήσεις, να έχω τικ.
Μα έχω αξία. Έχω όνειρα. Έχω φτερά. Και οι προσβολές σου μου τα τσαλακώνουν.
Με κάνουν κουρέλι.
Γιατί μπαμπά; Γιατί μαμά; Γιατί δεν μ’ αγαπάς όπως πρέπει; Γιατί ο δικός σου τρόπος αγάπης πρέπει να είναι τόσο σκληρός;
Πονάω…
Ντρέπομαι…
Υποφέρω…
Θέλω μια φυσιολογική ζωή. Μια κανονική οικογένεια. Έτσι όπως στα βιβλία. Εκείνα που διαβάζω για να ξεφεύγω από τη σκληρή μου αλήθεια. Μήπως και καταλάβω. Μήπως και σε δικαιολογήσω για τον τρόπο σου. Για τη σκληρή αγάπη σου.
Δεν μπορώ να είμαι τέλειος. Και δε θέλω κιόλας.
Θέλω να είμαι παιδί. Μα κυρίως δεν θέλω να πονώ. Δεν θέλω να φοβάμαι…
Θέλω να πηγαίνω στο σχολείο χωρίς να προσπαθώ μια ώρα πριν να καλύψω τα σημάδια μου.
Θέλω να μπορώ να σε ρωτήσω την απορία μου χωρίς να με πεις βλάκα.
Θέλω να μπορώ να κάνω λάθος χωρίς να με πεις άχρηστο.
Δεν είμαι…
Ούτε βλάκας, ούτε άχρηστος.
Είμαι απλά το παιδί σου κι ας το ξεχνάς.
Ξέρω ότι έχεις προβλήματα. Ξέρω πως περνάς δύσκολα αλλά με το να τα ξεσπάς πάνω μου άκρη δε βγαίνει.
Πετυχαίνεις μόνο να με πληγώνεις. Γιατί εγώ σ’ αγαπώ. Και πονώ με τη στάση σου. Πονώ με την αδιαφορία και την κακομεταχείριση σου. Κι έτσι το λέω εγώ.
Γιατί άλλοι παραέξω μπορούν να το πουν κακοποίηση.
Δε σε τρομάζει η λέξη; Εμένα πολύ.
Όπως με τρόμαζε και το σκοτάδι που με ανάγκασες να κοιμηθώ, γιατί ήμουν πολύ μεγάλος για να έχω κάποιο φως στο δωμάτιο.
Κι ήμουν μόλις 3 ετών.
Κανείς μπαμπούλας δεν ήρθε βέβαια. Κι έγινε το σκοτάδι το καταφύγιο μου. Γιατί μόνο στο σκοτάδι είμαι ήσυχος. Μόνο αυτό δεν έχει μπαμπούλες. Δεν έχει πόνο, δεν έχει φόβο. Αστείο δεν είναι; Μα αληθινό…