Η 4χρονη κόρη μου όλη μέρα ονειρεύεται. Ζωγραφίζει αστέρια μιλάει στα λουλούδια και μετράει τα σύννεφα. Μετράει τον κόσμο μέσα από την αγνή καρδιά της και αντιλαμβάνεται τα πάντα μέσα από ένα πρίσμα απόλυτης αγάπης.
Συχνά με κάνει να δακρύζω με το μεγαλείο της ψυχής της, είναι αυτό που νιώθει άνθρωπος μπροστά στην ολοκληρωτική καλοσύνη, ένα δέος, μια βαθιά συγκίνηση. Και δεν το λέω επειδή είναι το παιδί μου, το ίδιο καταλυτική είναι η μεγαλοσύνη της ψυχής, όταν έχεις την τύχη να την συναντάς σε έναν άνθρωπο.
Δεν ξέρω αν οφείλω να βάλω σκοτεινά χρώματα στον πολύχρωμο καμβά που κρύβει μέσα της. Αν πρέπει να της εξηγήσω πως τα πράγματα δεν είναι αγγελικά, πως η ζωή δεν είναι σαν περίπατος πάνω σε ουράνιο τόξο. Δεν ξέρω αν έχω το δικαίωμα να βάλω δράκους στο παραμύθι της και να ταράξω τη γαλήνη της. Συχνά αναλογίζομαι πως η αγάπη, είναι από μόνη της ένα υπερόπλο με το οποίο μπορεί να καταφέρει τα πάντα, αλλά αυτή είναι μια πολύ ωραία αλλά και πολύ ρομαντική σκέψη που δεν ταιριάζει στον κόσμο μας, όπως τον ξέρουμε. Φοβάμαι πως η διάφανη ιδιοσυγκρασία της δεν θα αντέξει στην πραγματικοτήτα εκεί έξω, και σκέφτομαι πως πρέπει να την θωρακίσω, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να την πληγώσω. Και, δεν ξέρω, αναρωτιέμαι, μήπως είναι καλύτερα να την πληγώσω εγώ απ’ ότι ένας ξένος.
Του χρόνου θα πάει στο νηπιαγωγείο. Την φαντάζομαι γεμάτη καλές προθέσεις, χαμόγελα στην τσέπη και πεταλούδες στα μαλλιά να τρώει την πρώτη σπρωξιά, το πρώτο βγάλσιμο της γλώσσας – που τι πιο φυσιολογικό για ένα νηπιαγωγείο και για τα παιδιά αυτής της ηλικίας; – και να σαστίζει. Κάνω εικόνα τις πεταλούδες να πετούν αλαφιασμένες από το κεφάλι της και τις νεράιδες να κρύβονται φοβισμένες στην τσέπη της. Και εκείνη να τρέμει μέσα στην επαφή με την πραγματικότητα και να με ψάχνει.
Μήπως έφταιξα κάπου κι εγώ; Μήπως της διάβασα πολλά παραμύθια με μονόκερους, μήπως οι πολλές μουσικές και τα γέλια και η ηρεμία στο σπίτι δημιούργησαν ένα πλάσμα που δεν κάνει για εδώ;
Κοιτάζω γύρω μου τον κόσμο. Μανάδες και πατεράδες που από φόβο – ή και άγνοια – συμβουλεύουν τα παιδιά τους «βάρα πρώτος», «πάτα τους», «ο πιο δυνατός επιβιώνει», «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», να μεγαλώνουν καρχαρίες έτοιμους να ξεσκίσουν όποιον βρεθεί στο δρόμο τους. Γονείς που επωάζουν «ηγέτες», «αρχηγούς», «μάγκες» που θα γίνουν οι αυριανοί βυσματίες, τα αφεντικά που θα κοιτάζουν την τσέπη τους, οι πολιτικοί που θα κυνηγάνε τα ρουσφέτια, οι αδυσώπητες γκόμενες που θα στοχεύουν στον λεφτά ή που θα δώσουν τα πάντα για να αναρριχηθούν επαγγελματικά και κοινωνικά.
Και αναρωτιέμαι, τι πρέπει να κάνω εγώ για το παιδί μου; Να μεγαλώσω ένα ακόμα σαρκοφάγο που θα επιβιώσει στην ανθρώπινη ζούγκλα εκεί έξω, ή να ρίξω στην αρένα ένα πρόβατο που θα βρει το δρόμο του μέσα στους λύκους;
Η επιλογή είναι μονόδρομος. Θα κάνω αυτό που προστάζει η συνείδησή μου. Θα διδάξω καλοσύνη, ευγένεια, ενσυναίσθηση, αποδοχή. Δεν φιλοδοξώ πως σαν γονιός θα αλλάξω εγώ τον κόσμο. Όμως θα ρίξω μια σπρωξιά προς αυτή την κατεύθυνση. Ρομαντικό; Ουτοπικό; Όπως θέλετε πείτε το. Εγώ το λέω ανθρώπινο.