07:00 π.μ. μιας οποιασδήποτε εργάσιμης μέρας: «Κωνσταντίνα, Θοδωρή, ξυπνήστε! Κάντε λίγο χουζούρι και μετά ετοιμαστείτε για το σχολείο!» Το πρωί μιας οποιασδήποτε καθημερινής είμαι ο μπαμπάς που θα ασχοληθεί με τα παιδιά του. Είναι η ώρα που θα τους λύσω ό,τι απορία κι αν έχουν. Είναι η ώρα που έχω τον ρόλο του σοφού μπαμπά, του φωτεινού παντογνώστη. Απαντώ σε ερωτήσεις… μετεωρολογίας, αστροφυσικής, γεωπονικής, μηχανικής, αρχιτεκτονικής, ζωολογίας, βιολογίας… Την ώρα που πλένονται, που παίρνουν το πρωινό τους, που ντύνονται και που πάμε στο σχολείο τους οι ερωταπαντήσεις πέφτουν βροχή. Όλες τις απορίες που μάζεψαν από το προηγούμενο βράδυ προσπαθώ να τις απαντήσω πειστικά και συνοπτικά. «Καλή δουλειά, μπαμπούλη! Σ’ αγαπώ!» μου λέει η κόρη μου έξω απ’ την πόρτα του δημοτικού… και λιώνω. «Πάμε, Θοδωρή, για το δικό σου σχολείο!» λέω μετά στον γιο μου κι εκείνος εκμεταλλεύεται τον χρόνο μέχρι την εξώπορτα του σχολείου του για χίλιες δυο επιπλέον ερωτήσεις περί αυτοκινήτων και οικοδομών. Εκείνος –γιος, βλέπετε– αγνοεί το φιλί πριν μπει στην τάξη του, όμως μου ρίχνει ένα τελευταίο πονηρό, χαμογελαστό βλέμμα. Αυτό το βλέμμα παίρνω μαζί μου για τη δουλειά μου. Εδώ τελειώνει ο ρόλος του σοφού μπαμπά.
8:30 μ.μ. μιας οποιασδήποτε εργάσιμης μέρας: «Βασίλη, πότε θα ’ρθεις επιτέλους! Δεν αντέχω άλλο! Θα τα πνίξω!» Η γυναίκα μου με παίρνει τηλέφωνο σε απογευματινές στιγμές… απόγνωσης, όταν δεν διαβάζουν, όταν τσακώνονται, όταν δεν την αφήνουν να κάτσει ούτε λεπτό. Έλα όμως που συνήθως εκείνη την ώρα εγώ ακόμα πνίγομαι στη δουλειά. Όταν φτάνω σπίτι, πλέον τα παιδιά έχουν ξαπλώσει, αλλά η υπερένταση της μαμάς τους ακόμα υπάρχει. Από τη μια μεριά ακούω τα παράπονά της, από την άλλη μεριά ακούω τις δικαιολογίες των παιδιών. Τότε γίνομαι μπαμπούλης… Τα παίρνω αγκαλιά, τους μιλώ τρυφερά, τους εξηγώ ποιο είναι το δίκαιο και ποιο το άδικο. Λίγο πριν κλείσουν τα μάτια, τους κλείνω ένα ραντεβού συμφιλίωσης με τη μητέρα τους με δυο φιλιά και μια ζεστή αγκαλιά.
11:00 π.μ. ενός οποιουδήποτε Σαββάτου: είναι η στιγμή για το μάθημα της οικονομίας. Την ώρα που είμαστε όλοι μαζί στην αγορά για να προμηθευτούμε τα χρηστικά της εβδομάδας. Εκεί υπάρχει ένα προβληματάκι… Διότι τότε τα παιδιά αλλά και η μαμά ξεχνούν ότι τα λεφτά δεν τα παίρνουμε από ένα δέντρο που λέγεται… λεφτιά, το οποίο βγάζει συνεχώς πολύτιμους καρπούς. Τότε γίνομαι ο φωνακλάς που όλο φωνάζει και λέει πολλά αμείλικτα «όχι». Δεν θα πάρουμε άλλα παιχνίδια, δεν θα πάρουμε άλλα ρούχα, μόνο τα βασικά. Συνήθως κανείς δεν… συμμορφώνεται και τότε, από μπαμπάς και μπαμπούλης, γίνομαι μπαμπούλας. «Μαμά, πες του! Μόνο εσύ μας αγαπάς!» Αλλά κι εγώ έτσι έλεγα στη μητέρα μου όταν ήμουν μικρός…
Ένα κείμενο του Βασίλη Βασιλειάδη