in

Ο μπαμπάς κοιμάται μέσα στα λουλούδια

Ένα συγκινητικό κείμενο για να θυμηθούμε όσα πραγματικά αξίζουν στη ζωή….

Έκανε μια παράξενη ζέστη για την εποχή. Ο ήλιος της έτσουζε τα μάτια. Καθόταν κάτω από την καρυδιά στην αυλή του καφενείου και είχε ξεχάσει να πάρει τα γυαλιά ηλίου. Απολάμβανε τις ζεστές ακτίνες που μπλέκονταν στα κλαδιά του δέντρου και σχημάτιζαν διάφορα σχήματα και σχέδια στις τσιμεντένιες πλάκες. Τη ζέσταιναν. Όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στην ψυχή. Προσπαθούσε να βρει μια παρηγοριά να απαλύνει την πονεμένη της ψυχή και το βασανισμένο της νου. Ήταν μια πολύ δύσκολη και απρόβλεπτη εβδομάδα, αλλά δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή ούτε να το φανταστεί, πόσες ακόμη πιο δύσκολες έμελλε να έρθουν.

Απολάμβανε τον καφέ της γουλιά γουλιά περιμένοντας τηλέφωνο για να της δώσουν τη δική της βάρδια στο νοσοκομείο και για να μάθει τα νέα του. Το προηγούμενο βράδυ το πέρασαν τραγουδώντας. Ξεκίνησαν να τραγουδούν μαζί ένα ποτ πουρί από τραγούδια του Παπάζογλου, που άρεσε και στους δύο πολύ. Στο τέλος τον πήρε ο ύπνος ενώ εκείνη του τραγουδούσε το «απόψε σιωπηλοί» και τον άφησε να κοιμάται γαλήνιος, παρόλο που ήταν σε ένα θορυβώδες πεντάκλινο δωμάτιο νοσοκομείου. Η γυναίκα του είχε έρθει και είχε πάρει τη θέση της δίπλα του για το υπόλοιπο βράδυ. Συνεννοήθηκαν να έφερνε τα παιδιά μαζί της την επόμενη μέρα για να του έκαναν έκπληξη. Τα αναζητούσε πολύ εκείνη τη μέρα. Λες και ήξερε ότι δεν θα τα ξανάβλεπε.

Το τηλέφωνο της χτύπησε και αμέσως μετά είχε βρεθεί κλαίγοντας και ουρλιάζοντας πάνω στις τσιμεντένιες πλάκες. Κόσμος ήρθε για να τη βοηθήσουν να σηκωθεί. Κανείς δε ρώτησε τι συνέβη, όλοι ήξεραν, όλοι το κατάλαβαν. Μέσα σε λυγμούς πρόσταξε τους σερβιτόρους να κεράσουν τσικουδιά όσους βρίσκονταν εκεί. Να πιουν στη μνήμη του. Μάζεψε τις δυνάμεις της και το κουράγιο της και έτρεξε μέχρι το σπίτι να προλάβει τα νέα στους γονείς τους πριν χτυπήσει η καμπάνα. Το πένθιμο χτύπημα τους βρήκε αγκαλιά, ένα κουβάρι, που ο κάθε χτύπος έσπαγε κι ένα κομμάτι τους…

Φυσούσε λίβας. Ένας μανιασμένος ζεστός αέρας. Ο παράξενος καιρός συνεχιζόταν ως το βράδυ. Δεν είχε αλλάξει ρούχα, δεν φορούσε μαύρα. Κόσμος μπαινόβγαινε στο σπίτι κι εκείνη περιφερόταν με ένα μπουκάλι τσικουδιά και έβαζε στα ποτήρια. Είχε χάσει πλέον την αίσθηση του χρόνου, του τόπου, του εαυτού της του ίδιου. Δεν είχε πιει. Απλά, ένιωθε τον εαυτό της έξω από αυτό, σαν να αιωρούνταν, σαν να τα κοιτούσε από ψηλά, σαν να αφορούσαν κάποια άλλη. Την αγκάλιαζαν, της μιλούσαν κι εκείνη ένιωθε απλά μουδιασμένη και απόμακρη. Το μόνο που έκανε ήταν να ρωτά, όταν έβλεπε φίλους του, να της πουν μια ιστορία. Σαν να μάζευε κομμάτια όλο το βράδυ προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα παζλ χαρούμενο από ανθρώπους που τον αγαπούσαν.

Δεν είχαν συνηθίσει στη θέα παιδιών σε τέτοιες δυσάρεστες καταστάσεις. Το σύνηθες είναι να βρίσκονται κάπου αλλού για να τα προφυλάξουν υποτίθεται από τον πόνο, λες και αν δεν δουν, δεν θα πονούν το ίδιο, δεν θα έχουν χάσει ένα κομμάτι τους. Πάγωσαν όταν είδαν το μικρούλι να μπαίνει στο δωμάτιο. Τα αδέρφια του είχαν έρθει λίγο νωρίτερα, άφησαν ζωγραφιές και τον αποχαιρέτισαν με βουβό πόνο. Ο μικρός είχε σταθεί στη μέση του δωματίου και χόρευε. Όλοι τον κοιτούσαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Τον έπιασε και τον σήκωσε στην αγκαλιά της. Τον πήγε από πάνω του και ο μικρός είπε: «Κοίτα! Ο μπαμπάς κοιμάται μες τα λουλούδια!»… Τον έσφιξε στην αγκαλιά της και βγήκαν έξω. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε να σπάει και το τελευταίο κομματάκι της καρδιάς της.

Πηγή

Ποια τιμωρία «πιάνει»;

6+1 tips για νέους μπαμπάδες