Ο πόνος του παιδιού μας, σωματικός ή ψυχικός, είναι και δικός μας πόνος. Κάθε φορά που το μωρό μας κλαίει επειδή πονάει, κλαίμε κι εμείς. Νιώθουμε αδύναμοι και γεμίζουμε με τύψεις όταν δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά για να το βοηθήσουμε. Δεν έχει σημασία αν το μωρό μας είναι κάτι μηνών ή 50 χρονών. Όταν πονάει, πονάμε κι εμείς. Ευχόμαστε να μπορούσαμε να βγάλουμε από μέσα του τον πόνο και να τον κάναμε δικό μας. Θα πονούσε λιγότερο από το να το βλέπουμε πονάει.
Όπως η ζωή είχε τα πάνω και τα κάτω της για μας, όπως εμείς αρρωσταίνουμε κάποτε ή έχουμε τα ψυχολογικά μας χάλια, έτσι θα είναι και για το παιδί μας. Το γνωρίζουμε αυτό από την πρώτη μέρα που αποφασίζουμε να φέρουμε έναν άνθρωπο στον κόσμο. Η ζωή έχει τις δυσκολίες της και θα πρέπει κάποια στιγμή ν’ αφήσουμε το παιδί μας να δώσει τις δικές του μάχες. Μόνο, έτσι θα είναι πραγματικά ευτυχής. Όσο κι αν θέλουμε να το κρατάμε για πάντα στην αγκαλιά μας για να το προστατεύουμε από τη σκληρότητα της κοινωνίας, θα πρέπει να το αφήσουμε κάποια στιγμή να πετάξει. Κατ’ ακρίβεια εμείς είμαστε αυτοί που θα πρέπει να του μάθουμε να πετάει, όμως, πάντα να το περιμένουμε στη φωλιά που γεννήθηκε για να του κλείνουμε τις πληγές όταν γυρίζει λαβωμένο. Όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται μόνο έτσι θα κερδίσουμε την αγάπη του και μόνο έτσι θα θέλει πάντα να γυρνάει σε μας.
Ένας υπερπροστατευτικός γονιός «σκοτώνει» το παιδί του. Το διώχνει μακριά του. Δεν μπορούμε να φυλακίζουμε αυτούς που αγαπάμε μόνο και μόνο επειδή φοβόμαστε ότι θα πληγωθούν ή θα χτυπήσουν. Τα παιδιά όπως και οι ενήλικες θα πέσουν πολλές φορές και οι γονείς τους θα πρέπει να είναι πάντα εκεί για να τα σηκώνουν, να τα φροντίζουν, να τα συμβουλεύουν και να τ’ αφήνουν και πάλι να βγουν στο δρόμο τους.
Για όλη μας τη ζωή, λοιπόν, από τη στιγμή που γινόμαστε γονείς, πονάμε πιο πολύ όταν το παιδί μας πονάει απ’ ότι όταν πονάμε εμείς. Όμως, αυτή είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη πλευρά είναι η απέραντη αγάπη και ευτυχία που μας δίνουν τα παιδιά μας κι αυτήν δεν μπορεί να τη βρει κανείς πουθενά αλλού.