Η παρουσία του πατέρα έχει μια σειρά από σημαντικές επιπτώσεις για τη δυάδα μητέρας – παιδιού (Marks 2002). Παρέχει ένα είδος ανακούφισης, τόσο στη μητέρα όσο και στο παιδί, ενισχύει την ξεχωριστή ύπαρξη του παιδιού και, επιπλέον, μπορεί να επηρεάσει θετικά την ικανότητά του για συμβολοποίηση.
Δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο, αλλά αντιπροσωπεύει και μια θέση, μια λειτουργία, είναι ο τρίτος που διαμεσολαβεί στη σχέση μητέρας – παιδιού, διευκολύνοντας τη διεργασία αποχωρισμού τους.
Ο πατέρας είναι ένα αντίδοτο στην υπερβολική έκθεση στη μητέρα και, συγχρόνως, αποτελεί για το ίδιο το παιδί μια εμπειρία ότι κατέχει μια σημαντική θέση και στο μυαλό κάποιου άλλου πλην της μητέρας (Raphael-Lef 1991).
Ο πατέρας μπορεί ακόμη, εν μέρει, να αναπληρώσει ή και να επανορθώσει τα συναισθηματικά κενά της μητέρας σε σχέση με το παιδί της. Αποτελεί μια δεύτερη ευκαιρία για τη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού του.
Όταν τα γονικά καθήκοντα μοιράζονται ανάμεσα στη μητέρα και στον πατέρα, με τον καθένα να συνεισφέρει μέσα από τις ιδιαιτερότητες του φύλου του και του χαρακτήρα του, το παιδί ωφελείται από αυτή τη συμπληρωματικότητα.
Όπως αναφέρει ο Skynner (1987), ο ορισμός του εαυτού με βάση τα δύο διαφορετικά πρόσωπα, της μητέρας και του πατέρα, γίνεται με τον ίδιο τρόπο που ένα καράβι, όταν γνωρίζει δύο σημεία του ορίζοντα, μπορεί να ορίσει τη θέση στην οποία βρίσκεται στον ωκεανό.
Το παιδί, καθώς εσωτερικεύει και τους δύο διαθέσιμους γονείς του, παύει να είναι εγκλωβισμένο σε μια σχέση για δύο, που απειλεί να του προκαλέσει ασφυξία.
Το πρωταρχικό οικογενειακό τρίγωνο εφοδιάζει το παιδί με δύο συνδέσμους που το ενώνουν με τον κάθε γονιό ξεχωριστά και το φέρνουν αντιμέτωπο με τον σύνδεσμο μεταξύ τους που το αφήνει απέξω.
Αυτό παρέχει ένα πρότυπο μιας σχέσης «τρίτου είδους», στην οποία το παιδί είναι μάρτυρας και όχι συμμετέχων, και έτσι δημιουργείται μια Τρίτη θέση από όπου μπορεί κανείς να παρατηρεί τις σχέσεις, ενώ μπορεί να φανταστεί και τον εαυτό του να γίνεται αντικείμενο παρατήρησης. Ο Britton ονόμασε την ψυχική ελευθερία που δίνει αυτή η διαδικασία «τριγωνικό χώρο» (Britton 1989).
Το παιδί, καθώς μαθαίνει πως οι γονείς του έχουν τη δική τους συναισθηματική ζωή από την οποία το ίδιο αποκλείεται, συνειδητοποιεί τον διαχωρισμό των γενιών στην οικογένειά του και αντιλαμβάνεται πως σε σχέση με τους γονείς του θα είναι πάντα παιδί (Heineman 2006).
Είναι μια ιδιαίτερα σημαντική αλλά και οδυνηρή θέση το να παρατηρεί και να αντέχει τον ειδικό δεσμό μεταξύ των γονιών του, να αντέχει τη ζήλια και τον φόβο του αποκλεισμού, ενώ συνεχίζει να αισθάνεται ότι αγαπιέται από τους γονείς του.
Αργότερα, καθώς ενηλικιώνεται, θα αποκλείσει το ίδιο τον εαυτό του από το γονικό ζεύγος προκειμένου να αναπτύξει τη δική του ταυτότητα και να δημιουργήσει στενές σχέσεις έξω από την οικογένειά του (Χαραλαμπάκη 2008).
[…] Στην περίπτωση που ο πατέρας απουσιάζει είναι πιθανό η κόρη, αν λάβει το μήνυμα από τη μητέρα της ότι νιώθει ευάλωτη και μόνη, να προσπαθήσει να αναπληρώσει το κενό της απουσίας του αναλαμβάνοντας μεγάλο μέρεος της συναισθηματικής ευθύνης της μητέρας της.
Όπως είναι αναμενόμενο, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο σχετίζεσθαι, όπου κυριαρχούν η αντιστροφή ρόλων και η υπερεμπλοκή, ο συναισθηματικός αποχωρισμός και η διαφοροποίηση της κόρης αναβάλλονται διαρκώς.
Όσο πιο ανώριμη συναισθηματικά και ευάλωτη ναρκισσιστικά είναι η μητέρα, τόσο περισσότερο θα δυσκολευτεί να επιτρέψει στο παιδί της να εξελιχθεί πέρα από τις προσωπικές της ανάγκες και προσδοκίες, για να αναπτύξει τη δική του αυτόνομη ταυτότητα.
Αξίζει να σημειώσουμε πως όταν αναφερόμαστε στην απουσία του πατέρα δεν εννοούμε τη φυσική του απουσία, αλλά την έλλειψη της συμβολικής λειτουργίας του πατέρα μέσα στην οικογένεια, η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει τη διαφοροποίηση του παιδιού.
Στο μύθο της Δήμητρας και της Περσεφόνης ο Δίας, πατέρας της Περσεφόνης, φαίνεται να επιθυμεί τον αποχωρισμό μητέρας – κόρης, αφού επιτρέπει στον Άδη να αποπλανήσει την κόρη του. Εκτός αυτού, ο Δίας (μαζί με τους άλλους θεούς) είναι αυτός που επεξεργάζεται και προτείνει την τελική συμβιβαστική λύση στη σχέση της Δήμητρας με την Περσεφόνη. Στην ουσία αντιπροσωπεύει την ικανότητα της Περσεφόνης να εσωτερικεύσει τη σχέση με τη μητέρα της, ενώ την ίδια στιγμή διατηρεί τη σχέση με τον άντρα της. Η εγγύτητα με τη μητέρα παραμένει και η σχέση με τον Άδη στον Κάτω Κόσμο μπορεί να βιώνεται ως πηγή ευχαρίστησης, αν και μακριά από το βλέμμα της μητέρας.
Η Δήμητρα, μετά την παρέμβαση του Δία και την τελική λύση που δόθηκε, σύμφωνα με την οποία ένα μέρος του χρόνου η Περσεφόνη θα μένει με τον άντρα της και τον υπόλοιπο χρόνο θα τον μοιράζεται με τη μητέρα της, δείχνει να είναι σε θέση να διαχειριστεί το πένθος για την απώλεια της κόρης της πιο δημιουργικά. Καθώς αποδέχεται και νοηματοδοτεί τη θλίψη της για τις αλλαγές που έφερε η απαγωγή της κόρης της από τον Άδη, επιτρέπει ση σχέση τους να εμπεριέχει την απόσταση, τη διαφορετικότητα, τον αποχωρισμό.
Όπως η Περσεφόνη, όλες οι κόρες, κάθε φορά που διαπραγματεύονται μεταβάσεις στον κύκλο της ζωής τους, γυρνούν πίσω στη σχέση με τη μητέρα τους προκειμένου να επεξεργαστούν πλευρές του εαυτού τους που μοιάζουν με τη μητέρα τους και ταυτόχρονα είναι διαφορετικές από εκείνη (Bernstein 2004).
Τέτοιες στιγμές μπορεί να αφορούν καταστάσεις – ορόσημα, όπως είναι ο γάμος, η εγκυμοσύνη, η γέννηση ενός παιδιού, η εμμηνόπαυση, τα γηρατειά και ο θάνατος. Ακόμη και οι πιο χαρούμενες στιγμές μπορεί να φέρουν την απώλεια.
Κάθε καινούρια φάση στον κύκλο της ζωής απαιτεί την εγκατάλειψη μιας προηγούμενης. Έτσι και η Περσεφόνη χρειάζεται να αποχωριστεί την όμορφη, αμέριμνη, συμβιωτική σχέση με τη μητέρα της για να μπορέσει να γίνει γυναίκα, να αποκτήσει όνομα και να συνδεθεί με τον άντρα.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Κάτιας Χαραλαμπάκη, Οικογένειες σε δίσεκτα χρόνια. Σημειώσεις μιας ψυχιάτρου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. (Κεφάλαιο: Δήμητρα και Περσεφόνη: Οικογενειακή θεραπεία μητέρας – κόρης. Υποκεφάλαιο: Ο ρόλος του πατέρα: Ο ρόλος του θεραπευτή/της θεραπεύτριας – Σελ. 91 – 94).