– Ο πρίγκιπας Δώρος είναι τυφλός.
– Δεν είναι δυνατόν. Στη φωτογραφία στην εφημερίδα τα γαλάζια του μάτια φαίνονται πανέμορφα.
– Πανέμορφα, μόνο που δεν βλέπουν. Η βασίλισσα κλαίει μέρα νύχτα απ’ τη στενοχώρια της. Ο βασιλιάς κάλεσε στο παλάτι τους καλύτερους γιατρούς της Μορλανδίας. Τους έταξε τον ουρανό με τ’ άστρα αν κατάφερναν να βοηθήσουν τον γιο του να βρει την όρασή του.
– Άδικος κόπος. Να, κοιτάξτε. Οι γιατροί φεύγουν κουνώντας το κεφάλι απαρηγόρητοι.
– Ο καθηγητής Μπελόνης, ο καθηγητής Χαρτόνης κι ο καθηγητής Ντε Μάξιμος… Μα φεύγουν όλοι;
– Λένε ότι έμεινε ένας πίσω.
– Ποιος, αυτός; Μα αυτός δεν είναι γιατρός.
– Και τότε τι κάνει εκεί; Όταν η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά…
Η επιστήμη μπορεί να τα σηκώνει, ο Ζερμπίνος όμως ποτέ. Ο Ζερμπίνος δεν ήταν ούτε καθηγητής ιατρικής ούτε γιατρός. Ήταν ένας απλός γεράκος, πάντα μαυροντυμένος, που το μόνο χρώμα που είχε πάνω του ήταν το κοκκινωπό του μούσι.
– Είναι μάγος. Υποσχέθηκε να γιατρέψει τον πρίγκιπα με τα μαγικά του κόλπα.
Όταν ο κόσμος αρχίζει να μιλάει, σταματημό δεν έχει… Κι επιπλέον λέει πράγματα παράλογα, πράγματα που τα βγάζει από το μυαλό του. Το πλήθος που είχε μαζευτεί μπροστά από την πύλη του παλατιού δεν σταματούσε λεπτό να μιλάει γι’ αυτή την τραγωδία. Ο Ζερμπίνος όμως όχι μόνο δεν ήταν μάγος, αλλά είχε μαύρα μεσάνυχτα από μαγικά κόλπα. Είχε καταφέρει να τρυπώσει -άγνωστο πώς- στην ομάδα των γιατρών που είχαν έρθει από τα πέρατα του κόσμου για να εξετάσουν τον τυφλό πρίγκιπα. Όλη την ώρα στεκόταν σε μια γωνιά του δωματίου του μικρού Δώρου, του μικρού με τα υπέροχα γαλάζια μάτια που κοιτούσαν ορθάνοιχτα το σκοτάδι. Δεν είχε πει κουβέντα όση ώρα μιλούσαν οι σπουδαίοι γιατροί. Δεν είχε προτείνει να του δώσουν ούτε ένα φάρμακο. Δεν είχε συμβουλεύσει να του κάνουν εγχείρηση. Μονάχα όταν αποχώρησε και ο τελευταίος γιατρός ο Ζερμπίνος, καμπουριασμένος και θλιμμένος σαν ηττημένος στρατηγός, ζήτησε δειλά να πάρει τον λόγο.
– Τι θέλεις, καλέ μου άνθρωπε; τον ρώτησε ο βασιλιάς.
Δεν βλέπεις τον πόνο μας; Αν θέλεις να μου ζητήσεις κάποια χάρη, έλα άλλη μέρα.
– Εγώ, άρχισε να λέει ο Ζερμπίνος στρίβοντας την κόκκινη γενειάδα του, ήθελα να σας ζητήσω τη χάρη να μ’ αφήσετε να κάνω μια δοκιμή…
– Τι δοκιμή;
– Δεν θα πιάσω τα μάτια της Αυτού Μεγαλειότητάς του. Το μόνο που θέλω είναι να του μιλήσω.
– Καλέ μου άνθρωπε, το μωρό δεν είναι καλά καλά δύο μηνών ακόμα και θέλεις να σε καταλάβει;
– Εγώ νομίζω ότι θα με καταλάβει. Αφήστε με να προσπαθήσω…
Ο Ζερμπίνος πλησίασε στο χρυσό κρεβάτι του Δώρου κι έπιασε το χεράκι του πρίγκιπα, ενώ όλοι τριγύρω τον κοιτούσαν με κομμένη την ανάσα. Ύστερα κοίταξε τον βασιλιά, που σκούπιζε τα δάκρυά του στον μανδύα του, και βάλθηκε να λέει:
– Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Ήταν σπουδαίος βασιλιάς, φορτωμένος με χρυσάφια και ασήμια. Στο κεφάλι φορούσε ένα στέμμα στολισμένο με ρουμπίνια. Είχε μαύρα γένια, μυτερά…
– Τον παλιάνθρωπο ψέλλισε ο οικονόμος στην πρώτη καμαριέρα της βασίλισσας. Περιγράφει τον άρχοντά μας λες και είναι κανένα αντικείμενο. Δεν έχει ίχνος σεβασμού αυτός. Να δείτε που ο βασιλιάς μου θα τον πετάξει κλοτσηδόν έξω και θα του σπάσει το σκήπτρο του στο κεφάλι!
– …Και είχε, συνέχισε ο Ζερμπίνος, ένα σκαλιστό φιλντισένιο σκήπτρο, και κάθε τόσο έξυνε μ’ αυτό τη γενειάδα του.
Ο βασιλιάς, που πράγματι εκείνη την ώρα έξυνε τη γενειάδα του, κοντοστάθηκε απορημένος και κατακοκκίνισε απ’ την οργή του. Και πάνω που ετοιμαζόταν να ανοίξει το στόμα του και να ξεστομίσει ποιος ξέρει τι λέξεις στον άμοιρο τον Ζερμπίνο, συνέβη κάτι εντελώς απρόσμενο.
Ο πρίγκιπας Δώρος χαμογελούσε «σαν να έβλεπε» τον τρανό βασιλιά του παραμυθιού. Και τότε του άπλωσε τα χέρια, λες και ήθελε να παίξει με το φιλντισένιο του σκήπτρο.
– Με βλέπει φώναξε ο βασιλιάς, που κατάλαβε πρώτος απ’ όλους. Θεέ μου, τα μάτια του με βλέπουν.
– Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και μια βασίλισσα, συνέχισε ο Ζερμπίνος. Ήταν σπουδαία βασίλισσα, με έναν κόκκινο μανδύα στολισμένο με χρυσά κεντίδια. Είχε ξανθά μαλλιά και στο κεφάλι φορούσε ένα αστραφτερό στέμμα που έμοιαζε σαν πουλάκι στη φωλιά του…
Ο Δώρος χαμογέλασε και πάλι, με το κεφαλάκι του στραμμένο στη βασίλισσα, λες και την έβλεπε, και άπλωσε τα χέρια για να πιάσει το στέμμα της. Η βασίλισσα γονάτισε δίπλα στην πριγκιπική κούνια και ο μικρός πρίγκιπας βύθισε τα χέρια του στα μαλλιά της.
– Με βλέπει! Μου χαμογέλασε! φώναζε η βασίλισσα κλαίγοντας ανακουφισμένη.
Ο κόσμος δεν σταμάτησε να σχολιάζει αυτή την περίεργη γιατρειά.
– Κοίτα να δεις, ένας απλός παραμυθάς κατάφερε αυτό που δεν μπόρεσαν να κάνουν οι πιο διάσημοι καθηγητές του κόσμου.
– Αστειεύεστε ή έγινε όντως καλά; Δηλαδή θεραπεύτηκε στ’ αλήθεια;
– Όχι ακριβώς. Είναι όμως σε καλό δρόμο.
– Βλέπει ή δεν βλέπει;
– Βλέπει μόνο όταν του μιλάει ο Ζερμπίνος.
– Και τι του λέει;
– Του περιγράφει τι υπάρχει γύρω του, σαν να του λέει παραμύθι. Για παράδειγμα, αν υπάρχει ένα ποτήρι πάνω στο τραπέζι, ο Ζερμπίνος του λέει: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποτήρι…» Κι ο μικρός πρίγκιπας βλέπει το ποτήρι με το νερό και το τριαντάφυλλο που έχει μέσα, ή την καμέλια.
– Κι αν δεν του πει τίποτα;
– Τότε δεν βλέπει τίποτα. Για την ώρα βλέπει μόνο ό,τι του λέει ο Ζερμπίνος.
– Άλλο κι αυτό. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι ο Ζερμπίνος δεν θα του λέει άλλα αντ’ άλλων…
Ο Ζερμπίνος δεν άξιζε τέτοιου είδους υπονοούμενα! Ήταν ένας τίμιος κι ευσυνείδητος παραμυθάς, και θα προτιμούσε να του κοπεί το χέρι παρά να πει ψέματα στον πρίγκιπα.
Ο Δώρος δεν κουράστηκε στιγμή από τις ιστορίες του. Λογικό, ε; Μήπως εμείς κουραζόμαστε μ’ αυτά που βλέπουν τα μάτια μας; Μόλις ξυπνούσε, φώναζε τον Ζερμπίνο που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο:
– Ζερμπίνο, είσαι εδώ; Έλα γρήγορα. Δείξε μου τον γαλάζιο ουρανό και τον λαμπερό ήλιο…
Και ο Ζερμπίνος, υπομονετικός και λεπτομερής στις περιγραφές του, ξεκινούσε σιγά σιγά να διηγείται:
– Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια όμορφη μέρα…
Αν όμως ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος η ο κήπος του παλατιού ήταν τυλιγμένος στην ομίχλη, ο Ζερμπίνος ξεκινούσε κάπως έτσι την ιστορία του:
– Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια άσχημη μέρα…
Ο πρίγκιπας Δώρος έβλεπε τον συννεφιασμένο ουρανό, τη βροχή πάνω στα τζάμια και θύμωνε:
– Δεν θέλω. Δεν θέλω να βλέπω άσχημα πράγματα. Πες μου άλλη ιστορία!
– Μεγαλειότατε, δεν μπορώ.
– Σε διατάζω!
– Μεγαλειότατε, τα μάτια είναι πλασμένα για να βλέπουν ό,τι υπάρχει γύρω μας. Και τα δυσάρεστα και τα ευχάριστα.
Ο πρίγκιπας χλόμιαζε από το πείσμα του και δεν έλεγε κουβέντα όλη την υπόλοιπη μέρα.
Μια φορά, λίγο μετά τα δέκατα όγδοα γενέθλιά του, ενώ ο Δώρος και ο Ζερμπίνος είχαν πάει με τα άλογα στο δάσος, ένα νεογέννητο πουλάκι έπεσε από τη φωλιά του. Μια αγριόγατα, που είχε στήσει καρτέρι κάτω από το δέντρο, το έκανε μια χαψιά. Ο Δώρος «είδε» τα πάντα, γιατί του τα περιέγραψε όλα ο Ζερμπίνος χωρίς να παραλείψει το παραμικρό. Δεν του απέκρυψε ούτε το τρέμουλο του μικρού άφτερου πουλιού ούτε το σατανικό χαμόγελο της πανάσχημης γάτας.
– Δεν θέλω, φώναξε ο Δώρος, σταματώντας απότομα το άλογό του.
– Μα, Μεγαλειότατε…
– Μη μιλάς! Τώρα θα δεις τι θα κάνω.
Και τότε έκλεισε τα μάτια και βάλθηκε να διηγείται ο ίδιος:
– Μια φορά κι έναν καιρό ένα νεογέννητο πουλάκι έπεσε απ’ τη φωλιά του. Ένας άσπλαχνος γάτος πήγε να το καταβροχθίσει, αλλά ένας θαρραλέος πρίγκιπας που περνούσε από κει με το άλογό του πυροβόλησε τον γάτο και τον σκότωσε. Ύστερα πήρε το πουλάκι, το απίθωσε ξανά στη φωλιά του και συνέχισε τον δρόμο του…
Και τότε ο πρίγκιπας άρχισε να τραγουδάει έναν χαρούμενο σκοπό και σπιρούνισε το άλογό του. Ο Ζερμπίνος αναγκάστηκε να τρέξει με το δικό του άλογο για να τον προφτάσει.
– Είδα ό,τι είπα, φώναξε ο Δώρος ενθουσιασμένος. Τώρα πια δεν σ’ έχω ανάγκη. Μπορώ να διηγούμαι μόνος μου τι υπάρχει γύρω μου.
Ο Ζερμπίνος έσκυψε το κεφάλι θλιμμένος.
– Δεν περνάς καλά μαζί μου τόσα χρόνια; Δεν είσαι ευχαριστημένος;
– Θα ήμουν αν προλαβαίναμε να αρπάξουμε το πουλάκι από τα νύχια του γάτου.
– Ένα ωραίο παραμύθι δεν φτάνει για να σβήσει όλα αυτά τα άσχημα πράγματα που συμβαίνουν.
– Εμένα μου φτάνει και μου παραφτάνει, του μίλησε απότομα ο πρίγκιπας.
Και από εκείνη τη μέρα, κάθε φορά που ο Ζερμπίνος Η περιέγραφε κάτι στενάχωρο που έβλεπε γύρω του, ο
Δώρος τον διέταζε να σωπάσει. Κι ύστερα άρχιζε να αφηγείται εκείνος τα πράγματα με τον δικό του τρόπο, εφευρίσκοντας μια ιστορία χαρούμενη και αισιόδοξη που τον ευχαριστούσε όπως μια ωραία μέρα με λιακάδα. Έτσι «έβλεπε» μόνο την όμορφη πλευρά των πραγμάτων.
Ο Ζερμπίνος δοκίμασε να μιλήσει με τον βασιλιά, όμως δεν κατάφερε να τον πείσει ότι αυτό που είχε ο γιος του ήταν ενός είδους αρρώστια. Μια αρρώστια χειρότερη από την τύφλωση, γιατί ο πιο άρρωστος απ’ όλους τους ανθρώπους είναι αυτός που «δεν θέλει» να βλέπει τα πράγματα έτσι όπως ακριβώς είναι.
– Είναι νέος ακόμα, είπε ο βασιλιάς. Κι ήταν γραφτό του να τον βρει αυτή η φριχτή συμφορά. Πού είναι το κακό λοιπόν αν βρίσκει παρηγοριά στο να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά; Θα αλλάξει όταν χρειαστεί να πάρει τη θέση μου.
Δυστυχώς όμως δεν ήρθαν έτσι τα πράγματα. Όταν ο βασιλιάς πέθανε, ο Δώρος πήρε πράγματι τη θέση του. Μόνο που δεν έχασε αυτό το συνήθειο που είχε, να προτιμάει δηλαδή τις ψευδαισθήσεις από την πραγματικότητα. Αν ο Υπουργός των Οικονομικών τού έλεγε ότι τα ταμεία του κράτους είχαν σχεδόν αδειάσει, εκείνος άρχιζε να μιλάει για βουνά από χρυσές λίρες, κι επειδή ήταν σαν να τα έβλεπε, έδινε μια τρανή γιορτή στο παλάτι για να ξοδέψει μερικά. Ώσπου ξέσπασε πόλεμος και οι εχθροί εισέβαλαν στη χώρα του Δώρου. Εκείνος όμως παρηγοριόταν μιλώντας για ένδοξες νίκες και εκπληκτικές κατακτήσεις.
Κάπως έτσι λοιπόν έχασε τον θρόνο του και τον εγκατέλειψαν όλοι. Όχι όμως και ο αφοσιωμένος Ζερμπίνος, που συνέχισε να τον ακολουθεί πιστά, περιγράφοντας τα πάντα γύρω του:
– Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια καλύβα στο δάσος. Στην καλύβα αυτή ζούσε ο πρίγκιπας Δώρος. Τριγύρω φύτρωναν χαμόκλαδα και αγκάθια…
– Όχι! Τριαντάφυλλα και μανόλιες! Τριαντάφυλλα και γιασεμιά!
Ήταν αδιόρθωτος ακόμη και μέσα στη φτώχεια του.
Μια μέρα όμως… Μια μέρα ο Δώρος άκουσε κάποιον να χτυπάει την πόρτα της καλύβας του. Ο Ζερμπίνος του έδειξε, περιγράφοντάς του με ειλικρίνεια και κάθε λεπτομέρεια, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι που είχαν απλωμένο το χέρι. Ο μπαμπάς τους είχε πεθάνει στον πόλεμο. Η μαμά τους είχε πεθάνει κι αυτή από τη στενοχώρια της. Και τώρα που είχαν απομείνει μόνα, δεν είχαν πια σπίτι, ούτε ένα κρεβάτι για να κοιμηθούν, ούτε καν μια γαβάθα σούπα να φάνε. Οι περιπέτειές τους όμως δεν τελείωναν εκεί. Το αγοράκι ήταν τυφλό και η αδερφούλα του το κρατούσε πάντα από το χέρι για να του δείχνει τον δρόμο.
Ο Δώρος, κατά το συνήθειό του, μπήκε στον πειρασμό να κλείσει τα μάτια και να φανταστεί πως δύο νεαροί πρίγκιπες είχαν έρθει επίσκεψη για να τον καλέσουν σε έναν μεγάλο χορό. Όμως την ίδια στιγμή, το τυφλό αγοράκι σκόνταψε στην πόρτα. Ο Δώρος άπλωσε τα χέρια του για να το βοηθήσει να μην πέσει και το είδε. Είδε το χλομό του πρόσωπο, τα δάκρυα που κυλούσαν στα βρόμικα μάγουλά του, το αδύνατο κορμάκι του που έτρεμε μέσα στα σκισμένα του παλιόρουχα. «Είδε» το αγόρι έτσι όπως ακριβώς ήταν κι ένιωσε συμπόνια για εκείνο. Το είδε τόσο μικρό, φτωχό και ταλαιπωρημένο, που ο πειρασμός του να βρει καταφύγιο σε ένα ωραίο παραμύθι τού φάνηκε αυτό ακριβώς που ήταν: δειλία.
– Ελάτε μέσα, είπε στα αδερφάκια, εσείς είστε σαν δυο πουλάκια που έπεσαν απ’ τη φωλιά τους, όμως η αγριόγατα δεν θα σας φάει. Αυτό το σπίτι θα είναι και δικό σας κι εγώ θα είμαι σαν πατέρας για σας. Είμαι βέβαια λιγάκι νέος για μπαμπάς αλλά, αν δεχτείτε, θα σας φροντίζω εγώ. Θα είμαι εδώ για να σας δείξω ότι σ’ αυτό τον κόσμο, ανάμεσα σε τόσα και τόσα άσχημα, υπάρχουν και πολλά όμορφα πράγματα.
Ο Ζερμπίνος δεν είπε τίποτα. Ίσα ίσα που χαμογέλασε. Μέσα του όμως ήταν χαρούμενος γιατί ο Λώρος είχε βρει επιτέλους γιατρειά.
«Τώρα βλέπει στ’ αλήθεια», σκέφτηκε. «Βλέπει επειδή θέλει να δει τι μπορεί να κάνει για να προσφέρει λίγη ευτυχία στους άλλους».
ithaque.gr