Το συγκεκριμένο ‘φλέγον’ ζήτημα, του τι δηλαδή συμβαίνει στην αίθουσα και την αυλή του συγκεκριμένου σπιτιού των μικρών στον Άλιμο, μου τρώει καθημερινά -εδώ και 1 1/2 χρόνο- μια ώρα από τη ζωή μου. Και λίγο λέω. Τόσο διαρκεί πάνω κάτω η συζήτηση που έχω με την 5χρονη κόρη μου κάθε βράδυ, αφού διαβάσουμε ένα παραμύθι και πριν μου ζητήσει να βγάλω ένα καινούργιο από το μυαλό μου (σ.σ. τελευταίο μου ‘σουξέ’ εκείνο που νικάει τον Οδυσσέα σε διαγωνισμό εξυπνάδας-εννοείται πως σε όλα είναι εκείνη πρωταγωνίστρια).
Το πρόβλημα, βασικά, είναι ότι είναι κορίτσι (Αν και το ότι, επίσης, είναι ντροπαλή, ευαίσθητη και -ως μοναχοπαίδι- κακομαθημένη, δεν βοηθάει). Και ότι, με εξαίρεση τον συνομήλικο γείτονα του τρίτου ορόφου (με τον οποίο, μου δήλωσε κατηγορηματικά, ότι θα παντρευτεί στα 18 της-αλλά αυτό είναι θέμα άλλου άρθρου), και οι φίλες της είναι κορίτσια.
Μόνο που εγώ είμαι αγόρι. Και ό,τι ξέρω ισχύει για την αντρική φιλία. Που είναι πιο απλή. Ενδεχομένως και απλοϊκή. Και ναι, σε περίπτωση που αναρωτιέσαι, τα δυο είδη και διαφέρουν χαοτικά και αυτές οι διαφορές βγάζουν μάτι ήδη από τη συγκεκριμένη ηλικία.
Επιπλέον η μικρή έχει εμφανώς ‘κληρονομήσει’ από τη μητέρα της την τάση να δένεται υπερβολικά με ανθρώπους. Σε σημείο που της είναι δύσκολο/ αφόρητο να φανταστεί ότι υπάρχει έστω και μια στο εκατομμύριο πιθανότητα να καταλήξει να έχει ποτέ άλλες φιλενάδες από εκείνες τις δυο που γνώρισε την πρώτη μέρα που πήγε στον παιδικό σταθμό (άντε τώρα να της πεις ότι, του χρόνου, στο δημοτικό, το πιο πιθανόν είναι να μην είναι μαζί με καμιά τους).
Όσον αφορά τη μητέρα της, για να είμαι εντελώς ειλικρινής, αυτό το χαρακτηριστικό με ‘βολεύει’ αφάνταστα, αφού θεωρώ ότι είναι ένας από τους βασικούς λόγους που δεν με έχει χωρίσει ακόμη. Ότι δηλαδή, μετά από τόσα χρόνια, με έχει συνηθίσει. Όσον αφορά τη μικρή καθιστά προβληματικό (για την ακρίβεια έπαθε σοκ) το να της εξηγήσω γιατί π.χ. σταμάτησα κάποτε να κάνω παρέα με τον πρώτο μου φίλο, τον Παντελή (μεγαλώσαμε στην ίδια αυλή-στο δημοτικό κάναμε άλλες παρέες). Όταν δηλαδή έκανα το ‘λάθος’ να της απαντήσω ειλικρινά στη σχετική ερώτηση.
Η αλήθεια είναι ότι η καλύτερη συμβουλή που μπορώ να της δώσω, είναι το να μην της δώσω καμία συμβουλή. Αυτό επιμένει να μου λέει (φωναχτά, πολύ φωναχτά, ‘μας ακούνε οι γείτονες’ φωναχτά) η γυναίκα μου. Αυτό επιμένω να μην καταλαβαίνω/μπορώ να αντέξω εγώ. Γιατί οτιδήποτε ενδεχομένως καλό (βλέπε κλάματα όταν τόλμησα να πω ότι η φίλη της είχε δίκαιο και όχι εκείνη) ή ‘κακό’ πω για μια φίλη της σίγουρα θα μου γυρίσει μπούμερανγκ και θα μου καρφωθεί στην καρωτίδα αργότερα (είτε γιατί το ερμηνεύσει σωστά, είτε γιατί το παρερμηνεύσει εντελώς, δεν έχει σημασία).
Το ξέρω ότι πρέπει από μόνη της να βρει το θάρρος να κάνει τις σωστές επιλογές (φίλες που την κάνουν χαρούμενη, που νοιάζονται για εκείνη-όπως αυτές που έχει τώρα). Το ξέρω ότι πρέπει να μάθει να μην ακολουθεί, αλλά να έχει τη δική της γνώμη (την οποία, ωστόσο, δεν πρέπει να διστάζει να την αλλάζει, όταν συνειδητοποιεί ότι είναι λάθος). Το ξέρω ότι πρέπει να σταματήσει να φοβάται τόσο πολύ να πάει σε ένα κορίτσι που δεν ξέρει (για την ίδια της την τάξη μιλάω, όταν π.χ. έχουν φύγει νωρίτερα οι φίλες της-σε μαγαζί έξω, με άγνωστα παιδιά, αποκλείεται να πει έστω και λέξη) και να τη ρωτήσει αν θέλει να παίξει.
Αυτό που δεν ξέρεις είναι πόσο ελεεινά υποκριτής νοιώθω όταν προσπαθώ να της μεταδώσω όλα αυτά τα ‘πρέπει’. Βλέπεις ξέρω ακριβώς τι σημαίνει να είσαι ένα καλομαθημένο ντροπαλό μοναχοπαίδι που στέκεται μόνο του στην αυλή του σχολείου ή του παιδότοπου. Με τον φόβο του να πάω να μιλήσω σε κάποιον που δεν ξέρω να μου κόβει τα γόνατα. Και εγώ, στην ηλικία της, υπήρξα εξίσου ντροπαλός. Κάτι που ακόμη και τώρα δεν έχω ξεπεράσει πλήρως (μια μικρή αγοραφοβία σίγουρα θα μου την έβρισκε ένας ειδικός, αν δεχόμουν ποτέ να κάτσω στον καναπέ του).
Δεν έχω όμως άλλη επιλογή. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να συνεχίσω να την ακούω. Να συνεχίσω να της μιλάω.
Να συνεχίσω (όπως έκανε για μένα ο πατέρας μου, που, παρά την κούρασή του, έκανε όποτε του το ζητούσα τον οδηγό/μπάτλερ και με πήγαινε να παίξω μπάλα με τους φίλους μου στο Ειρήνης και Φιλίας -κερνώντας μας ταυτόχρονα σάντουιτς και ότι άλλο θέλαμε) να φροντίζω να είναι το σπίτι μας πάντα ανοιχτό για τις φίλες της. Και, τέλος, να συνεχίσω να την καθησυχάζω από τώρα ότι η πρώτη της μέρα στην πρώτη δημοτικού δεν θα είναι ‘η χειρότερη μέρα της ζωής μου’, όπως ήδη μου λέει κάθε βράδυ ότι φοβάται ότι θα είναι.
Αν και το πιο πιθανόν, εκείνη την μέρα, είναι να έχουμε πολλά κλάματα. Όχι απαραίτητα δικά της. Δικά μου εννοώ. Όπως συνέβη τα Χριστούγεννα όταν πήγα να την πάρω από το party της σχολής μπαλέτου της, και την βρήκα μόνη στη μέση του δωματίου, με το στόμα και τα μάγουλα λερωμένα από σοκολάτα και τα μάτια κλαμένα. Ένα εντελώς ‘γλυκόπικρο’ θέαμα και ότι πιο σπαρακτικό έχω δει στην καρδιά μου.
Για αυτό σου λέω. Οι παιδικές φιλίες με αφήνουν ξάγρυπνο. Και θα με αφήνουν για πολλά χρόνια ακόμη. Γιατί μετά, όταν μπουν τα αγόρια στο προσκήνιο, και εκείνη δεν θα θέλει να μου μιλάει για αυτά. Και εγώ δεν θα αντέχω να την ακούω.
Του Πάνου Κοκκίνη
oneman.gr