Είναι πολλές φορές που υποτιμώ το τι σημαίνει να είσαι «μαμά». Ίσως γιατί είμαι άντρας και δεν κάνω υπεραναλύσεις, ίσως γιατί δεν έχω βρεθεί και πολλές φορές στη θέση της μαμάς, πάρα μόνο σαν βοηθός. Να όμως που τα έφερε έτσι η μοίρα και ένα ωραίο Σαββατοκύριακο καλοκαιριού, είχα μείνει μόνος με το μωρό στο σπίτι, γιατί η σύζυγός μου έλειπε στο εξωτερικό για ένα συνέδριο.
Πριν φύγει μου είχε πει να φέρουμε μια κοπέλα να με βοηθήσει αλλά ήμουν ανένδοτος. Σιγά το δύσκολο δηλαδή, να κρατήσεις ένα μωρό 13 μηνών, που περπατάει που δεν θηλάζει πια και που συννενοείσαι μια χαρά μαζί του. «Θα μείνω εγώ με το παιδί» είπα γεμάτος σιγουριά και αυτοπεποίθηση και μάλιστα θα το πάω και για μπάνιο. Αυτό το τελευταίο δεν ξέρω πώς το ξεστόμισα ακριβώς. Υποθέτω από τον υπερβάλλοντα ζήλο μου να αποδείξω ότι δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορώ να κάνω. Και όντως δεν υπάρχει δηλαδή, εκτός από το μαγείρεμα πολύπλοκων φαγητών. Α ναι και το σιδέρωμα. Εντάξει, διορθώνω, δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορώ να κάνω εκτός από κάποιες δουλειές, πολύ συγκεκριμένες και λίγες.
Εκείνο το Σαββατιάτικο πρωινό λοιπόν, ετοιμαστήκαμε για μπάνιο. Πήρα μια τσάντα, έβαλα μέσα δυο πετσέτες, τα μαγιό μας, μια μπάλα και ήμουν έτοιμος για μια μεγάλη περιπέτεια. Κατεβαίνοντας τις σκάλες με το μωρό αγκαλιά, σκεφτόμουν πως τελικά τα πράγματα είναι πάρα πολύ απλά και οι μαμάδες υπερβάλλουν. Πώς κάνουν έτσι; Ήμασταν έτοιμοι να μπούμε στο αυτοκίνητο, συγκεκριμένα τακτοποιούσα το μικρό στο καρεκλάκι του στο πίσω κάθισμα όταν χτύπησε το κινητό και ήταν η μαμά «μας». Της είπα με στόμφο «πάμε για μπάνιο».
«Α υπέροχα μου είπε», «πήρες πετσέτα για το παιδί»; Άκου κάτι ερωτήσεις… Φυσικά και πήρα απάντησα. «Καπελάκι του πήρες;» με ρώτησε «Ναι» είπα ψέματα, «μια δεύτερη αλλαξιά αν λερωθεί;», «κάποιο φρούτο και γιαουρτάκι για την παραλία»; «το μπιμπερό για το νερό;», «αντηλιακό»; άρχισε να με βομβαρδίζει. Είπα ένα τεράστιο ναι σε όλα και έκλεισα αμήχανος το τηλέφωνο.
Αυτό δεν ήταν μπάνιο στη θάλασσα, ήταν ταξίδι στην άλλη άκρη του κόσμου. Τί το ήθελα; Γιατί δεν καθόμουν σπίτι κάτω από το ερκοντίσιον, με το πιτσιρίκι να αλωνίζει το σαλόνι, θα παραγγέλναμε και σουβλάκια, για μένα δηλαδή, και θα ήταν ένα υπέροχο Σάββατο. Έλυσα τον μικρό από το καθισματάκι του «ο μπαμπάκας ξέχασε κάτι» του είπα γλυκά, «τι κάτι δηλαδή, τα πάντα είπα από μέσα μου» και ανεβήκαμε πάλι στο σπίτι.
Έφτιαξα σάντουιτς, πήρα γιαουρτάκια για το παιδί, έβαλα σε ένα σακουλάκι φρούτα, μια αλλαξιά, ένα καπέλο, βρήκα το μπιμπερό – εκεί πρέπει να έφαγα μια ώρα περίπου – και ήμουν έτοιμος να ξαναφύγω. Εκεί, θυμήθηκα ότι μου είπε και κάτι άλλο.. τι ήταν να δεις; Μήπως εννοούσε κανένα επιτραπέζιο; Δεν ήθελα να πάρω την ίδια τηλέφωνο, δεν με άφηνε ο εγωισμός μου δηλαδή. Καθώς έσπαγα το κεφάλι μου, ο μικρός μπήκε στο δωμάτιο πασαλειμμένος με κρέμες παντού… «Τι έβαλες αγόρι μου πάνω σου;» του είπα παιχνιδιάρικα; «Λιλιακό» μου απάντησε και μου έδειξε το μπάνιο. Μπαίνοντας στο μπάνιο είδα ένα σωρό μπουκάλια. «Τώρα, μάλιστα» είπα. Κοίταξα καλύτερα τις συσκευασίες για να μην κάνω κι άλλα λάθη σήμερα και τελικά ανακάλυψα και το αντηλιακό.
Α χα! «Αυτό ήταν λοιπόν. Η μαμά εννοούσε αντηλιακό ε;» μονολόγησα. Άρχισα να θυμάμαι πόσο με είχε πρήξει κατά καιρούς με μπλα μπλα μπλα και το πόσο σημαντικό είναι να βάζουμε αντηλιακό στο μωρό πριν βγούμε στον ήλιο κι εγώ της έλεγα «σιγά πως κάνεις έτσι;». Κοίτα που τελικά αυτή η μαμά τα ξέρει όλα, σκέφτηκα, αλλά δεν χρειάζεται να της το πούμε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρα την – πλήρη πια – τσάντα του μπάνιου και φύγαμε επιτέλους για τη θάλασσα.
Να πω κάπου εδώ, πως αυτά συνέβησαν πριν αρκετά χρόνια, και σήμερα πια τα θυμόμαστε και γελάμε με τη γυναίκα μου. Τώρα το παιδί μας είναι 8 ετών και το δεύτερο 3. Έχω πάρει πια το κολάϊ και μου φαίνονται όλα παιχνιδάκι. Απλώς πάντα κάθε αρχή είναι δύσκολη. Αν έχεις όμως αγάπη για τη μητέρα του παιδιού και το παιδί σου, όλα γίνονται εύκολα και αβίαστα τελικά.