Άλλος παιδί δεν έκανε, μόνο η Μαριώ το Γιάννη…’ έλεγαν στο χωριό της μαμάς μου. Κι είχαν δίκιο οι άνθρωποι! Θα μου πεις τώρα τι σχέση έχει αυτή η λαική ρήση με το θέμα μας; Έχει και παραέχει. Ναι, ναι! Δεν έκανες μόνο εσύ κι εγώ παιδί, έκαναν κι άλλοι. Και ξέρεις κάτι; Ήρθε η ώρα κι εσύ κι εγώ και όλοι μας να βγάλουμε τα παιδιά μας από τη γυάλα.
Μη μου πεις ότι δεν είσαι υπερπροστατευτικός ή ότι τουλάχιστον κάποια στιγμή στην ισόβια θητεία σου ως γονιός δεν υπήρξες. Κι αν δε θες να το παραδεχθείς σε μένα, παραδέξου το στον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτό αρκεί.
Κάθε γονιός που σέβεται τον εαυτό του, γίνεται υπερπροστατευτικός. Κι είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένα απαραίτητο στάδιο από το οποίο περνάει ο καθένας μας. Η ανάγκη που νιώθουμε να προστατέψουμε τα παιδιά μας από κάθε κίνδυνο, σωματικό ή ψυχικό, από κάθε τι που μπορεί να τα στεναχωρήσει ή να τα πληγώσει είναι αυτό που γεννά, καλλιεργεί και συντηρεί την υπερπροστατευτικότητα. Οι Έλληνες, ως γονείς, θαρρώ πως είμαστε ένα κλικ παραπάνω υπερπροστατευτικοί. Μπορεί και δύο και τρία, αλλά δε θα πάρουμε τώρα το μετρητή της υπερπροστατευτικότητας.
Με το να είμαστε, όμως, υπερπροστατευτικοί, στερούμε από το παιδί μας την ευκαιρία να ζήσει μία πραγματική ζωή. Κι επειδή δε θέλω να παρεξηγηθώ, δε συγχέω το χρέος που έχουμε ως γονείς να παρέχουμε ασφαλείς συνθήκες ζωής στα παιδιά μας με την τάση που έχουμε να τοποθετούμε τα παιδιά μας σε μια ζωή που στερείται συναισθημάτων και ερεθισμάτων. Σίγουρα, είμαστε υποχρεωμένοι να εξασφαλίσουμε ασφαλείς συνθήκες διαβίωσης για τα παιδιά μας και να παρέμβουμε όπου χρειάζεται, προκειμένου να εξαλείψουμε τον όποιο κίνδυνο. Για παράδειγμα, όταν πάμε στην παιδική χαρά δε θα αφήσουμε το παιδί μας να κάνει τραμπάλα στην ξεχαρβαλωμένη τραμπάλα από την οποία εξέχουν σκουριασμένα σίδερα. Αυτό, όμως είναι διαφορετικό από το να μην αφήνουμε το παιδί μας να μην ανέβει σε οποιαδήποτε τραμπάλα, από φόβο πως ίσως κάποια στιγμή πέσει.
Πολλές φορές οι δικοί μας φόβοι και τα δικά μας βιώματα ή κάποιες δυσάρεστες μνήμες της παιδικής μας ηλικίας μας επηρεάζουν και μας κάνουν περισσότερο προστατευτικούς από όσο χρειάζεται. Σκεφτόμαστε πως πράγματα και καταστάσεις που πλήγωσαν εμάς δε θέλουμε να πληγώσουν και τα παιδιά μας. Κι έτσι προσπαθούμε να δημιουργήσουμε τις ‘ασφαλείς’ εκείνες συνθήκες που θα εξασφαλίσουν στα παιδιά μας μια εικονική ευτυχία και ασφάλεια. Με αυτό τον τρόπο το μόνο που καταφέρνουμε είναι να τυλίγουμε τα παιδιά με ένα πέπλο υποτιθέμενης, ασφαλούς ουτοπίας που απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Δεν θέλουμε να πληγωθούν τα παιδιά μας και πασχίζουμε με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουμε κάτι τέτοιο. Όταν, όμως, τα παιδιά μεγαλώσουν, πάνε στο σχολείο, γνωρίσουν φίλους, ενηλικιωθούν, κάνουν σχέσεις, γίνουν μέλη της κοινωνίας, θα έρθει η στιγμή που θα στεναχωρηθούν και θα πληγωθούν. Και θα βρεθούν σε καταστάσεις που δε θα μπορούν να διαχειριστούν, γιατί πολύ απλά οι γονείς τους θα έχουν φροντίσει μέχρι τότε να μη νιώσουν τον πόνο. Πόσες φορές δεν έχουμε παρέμβει όταν το μικρό μας στο πάρκο ή στην παιδική χαρά πηγαίνει να ζητήσει από άλλα παιδιά να παίξει μαζί τους κι εκείνα δεν του επιτρέπουν να παίξει ή δεν του δίνουν καν σημασία; Θα πάμε και θα ζητήσουμε εμείς για το ίδιο να παίξει μαζί τους, στερώντας του την ευκαιρία να δοκιμάσει ο ίδιος-α ή ακόμα χειρότερα θα πάρουμε το παιδί μας από εκεί και θα φύγουμε λέγοντάς του ‘έλα παιδί μου, δεν αξίζει να ασχολείσαι με αυτά τα παιδιά.’ Κι αυτή η τελευταία είναι ατάκα που άκουσα μία μαμά να ξεστομίζει στο τρίχρονο κοριτσάκι της τις προάλλες γιατί δεν δέχονταν κάποια άλλα παιδιά μεγαλύτερα να παίξουν μαζί της…
Για σκεφτείτε και την περίπτωση που το παιδί θέλει να πάρει μαζί του σε μια εκδρομή το αγαπημένο του ηλεκτρονικό παιχνίδι κι εμείς θα του το απαγορεύσουμε απαριθμώντας του όλα τα πιθανά σενάρια του τι μπορεί να συμβεί, από το να το χάσει ή να του το κλέψουν ή να του σπάσει και τόσα άλλα. Γιατί θέλουμε να το προστατέψουμε από την απογοήτευση και τη στεναχώρια. Μα και η απογοήτευση και η στεναχώρια, δεν είναι συναισθήματα της αληθινής ζωής; Εμείς γιατί απαγορεύουμε στα παιδιά μας να τα βιώσουν;
Κι ο κατάλογος ακόμα δεν έχει τελειώσει. Πάρτε για παράδειγμα εκείνες τις στιγμές που το παιδί μας θέλει να συμμετέχει σε κάποια δραστηριότητα, που εμείς ή θεωρούμε μη ασφαλή ή ακόμα χειρότερα θεωρούμε ότι το παιδί μας δεν έχει τη δυνατότητα να τα καταφέρει. Ξέρετε, η πιθανότητα της αποτυχίας μπορεί να ενθαρρύνει και να απογειώσει την υπερπροστατευτικότητά μας. Κι έτσι, η φωσκολική φαντασία μας θα επινοήσει κάποια ακόμα δικαιολογία για να αποθαρρύνει το παιδί από τη συμμετοχή του.
Πιστεύω πως μέχρι εδώ καλά τα έχουμε καταφέρει με την καλογυαλισμένη γυάλα που έχουμε φτιάξει ο καθένας για το παιδί του. Έχει χώρο ίσα ίσα για να κινείται το παιδί – μην πιαστεί κιόλας – και να αναπνέει. Ευχαριστημένοι μέχρι εδώ; Ή μάλλον να ρωτήσω καλύτερα, νιώθετε ασφαλείς μέχρι εδώ;
Δείτε, λοιπόν, τι καταφέρνουμε με την υπερπροστατευτικότητά μας:
Δημιουργούμε ανασφαλή παιδιά, χωρίς εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Κάθε φορά που θα αντιμετωπίζουν κάποια δυσκολία θα γυρνάνε σε μας, χρησιμοποιώντας μας ως το δεκανίκι τους ή τον αερόσακο ασφαλείας τους. Η αυτοεκτίμηση των παιδιών είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Στερούμε από τα παιδιά τη δυνατότητα να βιώσουν μια πληθώρα συναισθημάτων. Η πραγματική ζωή δεν είναι μόνο χαρά και ευτυχία – θα καταντούσε μονότονη άλλωστε. Περιλαμβάνει και τη στεναχώρια, την απογοήτευση, τη δυστυχία… συναισθήματα που η ύπαρξή τους δυναμώνει την αντίληψη των συναισθημάτων όπως η χαρά και η ευτυχία.
Δε δίνουμε στα παιδιά την ευκαιρία να μάθουν να διαχειρίζονται καταστάσεις. Απλά τους δίνουμε στο πιάτο έτοιμο το δικό μας τρόπο διαχείρισης των καταστάσεων.
Δε βοηθάμε τα παιδιά να ωριμάσουν και να αποκτήσουν υπευθυνότητα.
Η υπερπροστατευτικότητα στερεί οξυγόνο από τα παιδιά και εμποδίζει την ανάπτυξη μιας υγιούς προσωπικότητας.
Ας πάρουμε λίγο χρόνο κι ας θυμηθούμε πόσο εγκλωβισμένοι νιώσαμε εμείς από την υπερπροστατευτικότητα των δικών μας γονιών… Αξίζουν κάτι τέτοιο τα παιδιά μας; Αξίζει να τα έχουμε φυλακισμένα σε μια γυάλα που στερείται συναισθημάτων, μόνο και μόνο για να τους εξασφαλίσουμε μια εικονική ασφάλεια; Όλοι γνωρίζουμε πως ο καλύτερος τρόπος για να μάθουν τα παιδιά μας είναι μέσω της δοκιμής. Αν δε ζήσουν, αν δε βιώσουν μία πραγματική κατάσταση, δεν θα μπορέσουν να μάθουν πώς να την διαχειρίζονται. Όσο και να τους ζαλίζουμε το μυαλουδάκι με θεωρίες και πιθανά σχέδια δράσης, αν δεν γίνουν μέτοχοι μίας κατάστασης δε θα μάθουν ποτέ να την αντιμετωπίζουν.
Εμείς επιλέγουμε, λοιπόν, το βαθμό προστασίας που θα παρέχουμε στα παιδιά μας. Όσο δύσκολο κι αν ακούγεται ή φαίνεται, οφείλουμε στον εαυτό μας και πολύ περισσότερο στα παιδιά μας να τα μεγαλώσουμε σε ένα περιβάλλον ασφαλές, όπου θα έχουν τη δυνατότητα να νιώθουν, να βιώνουν και να επιλέγουν. Μόνο έτσι θα μεγαλώσουμε υγιείς, ώριμες, ελεύθερες προσωπικότητες. Ας βγάλουμε τα παιδιά μας απ’τη γυάλα λοιπόν!