Κάθε παιδί έχει δικαίωμα στη ζωή, σε ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης με στέγη διατροφή και ιατρικές υπηρεσίες. Κάθε παιδί έχει δικαίωμα στην προστασία από κάθε είδους κακοποίηση, αμέλεια και εκμετάλλευση. Κάθε παιδί έχει δικαίωμα στην ανάπτυξη, στην εκπαίδευση, στο παιχνίδι, αλλά και στη συμμετοχή, στο να παίζει δηλαδή ενεργό ρόλο στα κοινά. Πάνω απ΄όλα, όμως, κάθε παιδί έχει δικαίωμα στην οικογένεια. Μια οικογένεια που θα του παρέχει όλα τα παραπάνω και κυρίως αγάπη, τρυφερότητα και στήριξη, ώστε να κατακτήσει το βασικότερο δικαίωμά του: Αυτό της ευτυχίας. Τα περισσότερα παιδιά έχουν την τύχη να γεννιούνται μέσα σε μία τέτοια οικογένεια. Για τα υπόλοιπα, υπάρχει κάποια οικογένεια εκεί έξω που απλά ακόμα δεν έχει βρεθεί…
Πώς μπορεί να γίνει κανείς θετός γονιός στην Ελλάδα
Η διαδικασία της υιοθεσίας στην Ελλάδα αποτελεί μία ιδιαίτερα έντονη περίοδο για το ενδιαφερόμενο ζευγάρι, το οποίο πιθανότατα προέρχεται από μία έτσι κι αλλιώς δύσκολη φάση μακροχρόνιων προσπαθειών απόκτησης ενός βιολογικού παιδιού –χωρίς αυτό, φυσικά, να σημαίνει ότι άνθρωποι που μπορούν να γίνουν (ή είναι ήδη) βιολογικοί γονείς δεν μπορούν να υιοθετήσουν.
Οι δε προϋποθέσεις για να γίνει κανείς θετός γονιός είναι πολλές και, όχι παράλογα, αυστηρές. Ναι, «Βασική προϋπόθεση», όπως μας λέει η κ. Σταυρούλα Παναγοπούλου, κοινωνική λειτουργός στο τμήμα κοινωνικής αλληλεγγύης της γενικής διεύθυνσης δημόσιας υγείας και κοινωνικής μέριμνας περιφέρειας Αττικής, βορείου τομέα, «είναι να πρόκειται για έναν άνθρωπο που να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες ενός παιδιού». Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια που, σύμφωνα με τον νόμο, πρέπει να καλύπτει κάποιος: Να είναι μεταξύ 30-60 ετών, να έχει καλή σωματική και πνευματική υγεία, να μην έχει διαφορά ηλικίας με το παιδί πάνω από 50 χρόνια και τα εισοδήματά του να είναι τέτοια που να μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του.
Είναι σημαντικό, ωστόσο, να αναφερθεί ότι θετός γονιός μπορεί να γίνει ακόμα και κάποιος που δεν είναι παντρεμένος –τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, οι αιτήσεις από μόνες γυναίκες που θέλουν να γίνουν θετοί μονογονείς έχουν αυξηθεί, όπως μας ενημερώνει η κ. Παναγοπούλου. Επίσης, σε αντίθεση με αυτό που πιστεύεται, δεν χρειάζεται να έχει κάποιος ιδιόκτητο σπίτι ή πολύ υψηλά εισοδήματα. Όπως εξηγούν οι κοινωνικοί λειτουργοί, «Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από “τέλειους γονείς”. Έχουν ανάγκη από ανθρώπους που τηρούν τις δεσμεύσεις τους και φροντίζουν τις ανάγκες τους σε ένα ζεστό οικογενειακό περιβάλλον.»
Πού μπορεί να απευθυνθεί κανείς
Στην Ελλάδα υπάρχουν διάφορα ιδρύματα στα οποία μπορεί να απευθυνθεί κανείς και να αιτηθεί κρατική υιοθεσία. Τα κυριότερα από αυτά είναι:
-Το Κέντρο Βρεφών «Η Μητέρα». Εκεί φιλοξενούνται γυναίκες που είναι μόνες στην εγκυμοσύνη, παιδιά που χρειάζεται να ζήσουν για λίγο ή πολύ καιρό μακριά από την οικογένειά τους και παιδιά που έχουν εγκαταληφθεί από τους φυσικούς γονείς και αναζητούν οικογένεια. Τα παιδιά αυτά είναι ηλικίας από 3 μηνών έως και 8 ετών, ενώ αρκετά από αυτά έχουν προβλήματα υγείας ή ψυχοκινητικής εξέλιξης. Η διαδικασία της υιοθεσίας για τα παιδιά αυτά ολοκληρώνεται πιο γρήγορα, καθώς η ζήτηση από ενδιαφερόμενους υποψήφιους θετούς γονείς είναι μικρή.
-Η παιδόπολη «Άγιος Ανδρέας» που μπορεί να φιλοξενήσει παιδιά ηλικίας από 3 έως 12 ετών, που είναι αποδεδειγμένα απροστάτευτα και στερούνται την οικογένειά τους.
-Το αναρρωτήριο Πεντέλης, στο οποίο μάλιστα πρόσφατα ξεκίνησε και η μετακίνηση εγκαταλελειμμένων βρεφών από τα μαιευτήρια «Έλενα» και «Αλεξάνδρα». Εκεί φιλοξενούνται παιδιά μέχρι και 6 ετών που δεν διαθέτουν οικογενειακό περιβάλλον, έχουν κακοποιηθεί με διάφορους τρόπους και είναι εγκαταλελειμμένα.
-Το Δημοτικό Βρεφοκομείο Θεσσαλονίκης «Άγιος Στυλιανός», το οποίο φιλοξενεί βρέφη και παιδιά έως 7 ετών.
Αιτήσεις για υιοθεσία γίνονται ακόμα στη Στέγη Αρρένων της Εταιρίας Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών, στο Νηπιοτροφείο Καλλιθέας, καθώς και στο Χαμόγελο του Παιδιού.
Έχει σημασία, όμως, να τονιστεί ότι όλα τα παραπάνω ιδρύματα -εκτός του Αγ. Στυλιανού- δεν κάνουν απευθείας ενέργειες υιοθεσίας, παρά προωθούν τις αιτήσεις των γονιών στον ενοποιημένο φορέα του Κέντρου Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής. Το κάθε ίδρυμα βοηθά, με τους κοινωνικούς λειτουργούς και τους ψυχολόγους του στο να επιτευχτεί η υιοθεσία. Ο κοινωνικός φορέας της περιφέρειας, όμως, είναι που θα αναλάβει το τελικό στάδιο της υιοθεσίας.
Όπως χαρακτηριστικά μας λέει η κ. Στεφανία Τέκου, κοινωνική λειτουργός στον οργανισμό «Το Χαμόγελο του Παιδιού»: «Εμείς κινούμε μια διαδικασία, ως κηδεμόνες του παιδιού, για παιδιά που είναι νομικά και ηθικά αποδεσμευμένα –παιδιά, δηλαδή, που δεν υπάρχει περίπτωση να επιστρέψουν στο οικογενειακό τους περιβάλλον, αλλά και παιδιά που δεν έχουν αδέρφια, καθώς δεν χωρίζουμε ποτέ δύο αδέρφια προκειμένου το ένα να δοθεί για υιοθεσία, ενώ δύσκολα θα αιτηθεί κανείς υιοθεσία δύο παιδιών. Έτσι, όταν έρθει ένα ζευγάρι σε εμάς, το γνωρίζουμε, κάνουμε μία πρώτη αξιολόγηση και έπειτα παραπέμπουμε το αίτημα στην Περιφέρεια. Η Περιφέρεια είναι που ελέγχει τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος για να γίνει κανείς θετός γονιός –εφόσον το ζευγάρι τις πληροί και όλα πάνε καλά, προχωράει κανονικά η διαδικασία μέσω δικαστηρίου.»
Έχει σημασία να αναφερθεί, ότι το ζευγάρι δεν μπορεί να συναντήσει και να γνωρίσει το παιδί που ίσως τελικά υιοθετήσει, μέχρι τουλάχιστον να κατατεθούν ορισμένα απαιτούμενα δικαιολογητικά στην Περιφέρεια και επιτραπεί να γίνει αυτή η πρώτη γνωριμία. Ο λόγος είναι, ότι η απογοήτευση τόσο του ζευγαριού όσο και του παιδιού θα είναι μεγάλη, αν τελικά οι πρώτοι κριθούν ακατάλληλοι. Επίσης, παράλληλα με την κρατική διαδικασία, το ζευγάρι καλείται να συμμετάσχει σε πολλές συναντήσεις με τους ειδικούς, τουλάχιστον του Χαμόγελου», προκειμένου να ενημερωθεί αλλά και να εκπαιδευτεί σε τυχόν ειδικές ανάγκες που μπορεί να έχει το παιδί –ας μην ξεχνάμε ότι σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται για παιδιά που έχουν υπάρξει θύματα κακοποίησης, παραμέλησης, εγκατάλειψης, τα οποία χρειάζονται ειδικό χειρισμό και έναν συγκεκριμένο χρόνο μέχρι να προετοιμαστούν για μία νέα οικογένεια. Σύμφωνα με την κ. Τέκου, ο συνολικός χρόνος μιας υιοθεσίας κυμαίνεται στο ένα έτος, ωστόσο για τους λόγους που αναφέρουμε παραπάνω, μπορεί να αλλάζει ανά περίπτωση.
Διακρατικές – ιδιωτικές υιοθεσίες
Δεν είναι πάντως λίγες και οι περιπτώσεις που οι υποψήφιοι θετοί γονείς στρέφονται είτε στις διακρατικές υιοθεσίες, είτε στις ιδιωτικές.
Στην πρώτη περίπτωση, στις διακρατικές υιοθεσίες, πρόκειται για υιοθεσίες παιδιών με μόνιμη διαμονή σε κάποιο συμβαλλόμενο κράτος (κράτος προέλευσης), από γονείς με μόνιμη διαμονή στο κράτος υποδοχής, εν προκειμένω στην Ελλάδα. Ανάλογα με την χώρα προέλευσης στην οποία θα υποβάλλον φάκελο υιοθεσίας, θα πρέπει να ακολουθήσουν και την αντίστοιχη διαδικασία. Σύμφωνα με την κ. Παναγοπούλου, οι διακριτικές υιοθεσίες έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. «Ένας λόγος είναι, ότι έπαψε η διακρατική συμφωνία που είχαμε με τη Ρουμανία. Έπειτα σειρά πήρε η Βουλγαρία, με την οποία επίσης δεν είχαμε διακρατική συμφωνία, ωστόσο τα γραφεία που αναλάμβαναν τις υιοθεσίες από εκεί δεν ικανοποιούσαν τα αιτήματα των γονιών εδώ. Έτσι, πολλοί γονείς στράφηκαν στην Αιθιοπία για υιοθεσίες, η οποία έχει ένα εξαιρετικά οργανωμένο σύστημα και η διαδικασία ολοκληρώνεται πιο εύκολα και γρήγορα. Λίγοι, όμως, είναι οι Έλληνες που επιθυμούν να υιοθετήσουν ένα παιδί διαφορετικού χρώματος…»
Μάθετε περισσότερα για την αίτηση διακρατικής υιοθεσίας εδώ.
Μείωση παρατηρείται, σύμφωνα με την κ. Παναγοπούλου, και στις ιδιωτικές υιοθεσίες, δηλαδή αυτές κατά τις οποίες ένα παιδί μπορεί να βρεθεί σε θετή οικογένεια, με τη σύμφωνη γνώμη των φυσικών γονιών και χωρίς να υπάρχει πουθενά η παρουσία του κράτους. Ωστόσο, βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, η πράξη αυτή κρίνεται παράνομη αν δεν υπάρξει δικηγόρος, παρουσία του οποίου θα γίνουν οι απαραίτητες συμβολαιογραφικές πράξεις που θα κατοχυρώνουν τον θετό γονέα. Εξάλλου, οι θετοί γονείς θα πρέπει στη συνέχεια να καταθέσουν αίτηση στη Διεύθυνση Κοινωνικής Μέριμνας, στην Περιφέρεια όπου υπάγονται, ζητώντας την επίσημη υιοθεσία του παιδιού.
Η μείωση, λοιπόν, σε αυτή τη μορφή υιοθεσιών οφείλεται, όπως λέει η κοινωνική λειτουργός, τόσο στο γεγονός ότι έχουν «πιαστεί» πολλά παράνομα κυκλώματα υιοθεσιών, όσο και στο ότι συνήθως τα ποσά που ζητούν οι «διαμεσολαβητές» της υιοθεσίας είναι τεράστια –και η οικονομική κατάσταση του Έλληνα σήμερα, δεν τα «σηκώνει».
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να υιοθετήσει κανείς ένα παιδί
«Οι Έλληνες έχουμε την τάση να τρέχουμε σωρηδόν όπου ακούσουμε για υιοθεσία, χωρίς να συνειδητοποιούμε τις δυσκολίες που μπορεί να υπάρχουν», λέει η κ. Παναγοπούλου και εξηγεί τη σημασία της καταλληλότητας των θετών γονιών. Πολλοί γονείς δεν συνειδητοποιούν τι σημαίνει πραγματικά να υιοθετείς ένα παιδί –ποιες είναι οι ανάγκες του, ποιο είναι το παρελθόν και τα βιώματά του. Σαφώς και το κράτος επιθυμεί να ενταχθούν τα παιδιά αυτά σε μία υγιή οικογένεια –οφείλει, όμως, να εξασφαλίσει ότι δεν θα ξαναπεράσουν ποτέ όσα ενδεχομένως πέρασαν στο παρελθόν.
Αυτό, λοιπόν, που καταρχάς κάνει τη διαδικασία της υιοθεσίας χρονοβόρα είναι το να βρεθεί μια καλή οικογένεια για το παιδί. «Κάτι ακόμα που μπορεί να μας καθυστερήσει είναι ότι πριν απελευθερωθεί ένα παιδί για υιοθεσία, οφείλουμε να αναζητήσουμε το βιολογικό του περιβάλλον, ώστε να εξασφαλίσουμε ότι το παιδί είναι σίγουρα διαθέσιμο. Ο λόγος που το κάνουμε αυτό είναι επειδή ο νόμος ορίζει πως μία μάνα που έδωσε το μωρό της για υιοθεσία εντός του πρώτου τριμήνου μετά τον τοκετό, μπορεί να βρισκόταν υπό ψυχοσυναισθηματική σύγχυση (π.χ. επιλόχειος κατάθλιψη) και εκ των υστέρων να το μετάνιωσε. Εφόσον, πάντως, ολοκληρωθούν αυτές οι διαδικασίες, η υιοθεσία δεν διαρκεί περισσότερο από ένα εξάμηνο.»
Όσο για το κόστος της όλης διαδικασίας, «Προφανώς και στις κρατικές υιοθεσίες δεν υπάρχει κόστος –δεν δίνεται, δηλαδή, τίποτα στο κράτος, το οποίο προσφέρει μάλιστα με κοινωνικούς λειτουργούς τη βοήθειά του στο παιδί για όσο χρειαστεί (οι θετοί γονείς παρακολουθούνται υποχρεωτικά για 2 χρόνια μετά την υιοθεσία, ενώ αν έχει αναπτυχθεί καλή σχέση με τον κοινωνικό λειτουργό η παρακολούθηση μπορεί να συνεχίζεται για πολλά ακόμα χρόνια)». Κάποιο σημαντικό ποσό θα ζητήσει ο δικηγόρος που είναι απαραίτητος, ώστε να πραγματοποιηθεί η «νομική τελείωση της υιοθεσίας», στο αρμόδιο Πρωτοδικείο. Το παιδί, πάντως, μπορούν να το πάρουν στο σπίτι τους οι γονείς, ήδη μετά την έγκρισή τους από την Περιφέρεια, πριν ακόμα εκδοθεί η τυπική απόφαση του δικαστηρίου.