Τα παιδιά που έχουν χάσει κάποιον από τους γονείς τους εξαιτίας θανάτου ή διαζυγίου, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να αρχίσουν την κατανάλωση αλκοόλ ή το κάπνισμα, προτού καν γίνουν έφηβοι, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
Ο κίνδυνος είναι αυξημένος τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια, άσχετα από την ηλικία που το παιδί βίωσε την απουσία και ανεξάρτητα από το αν έχασε τη μητέρα ή τον πατέρα του.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι η απώλεια του γονιού αυξάνει τον κίνδυνο για αλκοόλ, κάπνισμα και ναρκωτικά στην εφηβεία και την ενήλικη ζωή, αλλά η νέα έρευνα δείχνει ότι ο αυξημένος κίνδυνος αφορά ακόμη και την προεφηβεία.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Ρεμπέκα Λέϊσι του Τμήματος Επιδημιολογίας και Δημόσιας Υγείας του University College του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό “British Medical Journal” (BMJ), ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 11.000 παιδιά, ηλικίας ενός έως 11 ετών (στην ηλικία αυτή τα παιδιά ρωτήθηκαν αν έπιναν αλκοόλ ή έκαναν χρήση ναρκωτικών).
Ως γονική απώλεια θεωρήθηκε η απουσία ενός βιολογικού γονιού προτού το παιδί γίνει επτά ετών, κάτι το οποίο συνέβαινε σε περίπου 25% των παιδιών. Στην ηλικία των 11 ετών είχαν καπνίσει το 3,6% των αγοριών και το 1,9% των κοριτσιών, ενώ είχαν πιεί αλκοόλ το 15% των αγοριών και το 11% των κοριτσιών.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα παιδιά που είχαν χάσει έναν από τους γονείς τους πριν τα επτά τους, είχαν υπερδιπλάσια πιθανότητα να έχουν αρχίσει να καπνίζουν σε σχέση με τα άλλα παιδιά που δεν είχαν βιώσει τέτοια γονική απώλεια, ενώ ήταν 46% πιθανότερο να έχουν αρχίσει να πίνουν αλκοόλ. Τα παιδιά που είχαν χάσει τον πατέρα ή τη μητέρα τους λόγω θανάτου, ήταν λιγότερο πιθανό να πίνουν αλκοόλ σε σχέση με τα παιδιά των οποίων οι γονείς είχαν χωρίσει. Όμως τα παιδιά που είχαν βιώσει την απώλεια λόγω θανάτου, είναι 12 φορές πιθανότερο να μεθάνε, όταν πίνουν, σε σχέση με παιδιά που έχουν βιώσει την απώλεια εξαιτίας διαζυγίου των γονιών.