Είμαστε μία νέα φουρνιά γονιών που λειτουργούμε πάντα στο “παρά πέντε”. Κι όταν λέω λειτουργούμε, δεν εννοώ τις καθημερινές μας διαδικαστικές υποχρεώσεις. Στον τομέα αυτόν τα καταφέρνουμε σχεδόν άψογα, αφού μοιάζουμε με καλοκουρδισμένα ρομποτάκια, που τρέχουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ μηχανικά πάνω κάτω, προσπαθώντας να σταθούμε αντάξιοι του ρόλου μας. Η συνειδητοποίηση του πραγματικού μας ρόλου και η κάλυψη των ουσιαστικών αναγκών των παιδιών μας, όμως, καταφτάνει κυριολεκτικά στο “παρά πέντε”. Εκείνην τη μαγική στιγμή, λίγο πριν κλείσουν τα μάτια τους τα βράδια.
Είναι τότε που σε αγκαλιάζουν οι ένοχες σκέψεις για τις αγκαλιές που δεν πρόλαβες να δώσεις, για τα λόγια αγάπης που χάθηκαν σε γρήγορους αποχαιρετισμούς λίγο πριν μπει στην τάξη του, για τα χάδια που αρκέστηκαν σ’ ένα απαλό χτύπημα στην πλάτη, όταν τα καλεί η δασκάλα των αγγλικών.
Δεν ξέρω ποιος ακριβώς, λίγο η απαιτητική κοινωνία μας, λίγο ο στενός περίγυρος, τα σχολεία, εμείς οι ίδιοι, έχουμε ανεβάσει το επίπεδο των απαιτήσεων από τους εαυτούς μας, με αποτέλεσμα ο πανικός αυτός να μεταφέρεται στα παιδιά, από τα οποία απαιτούμε να φέρονται λίγο παραπάνω από τις δυνατότητές τους, να ξεχωρίζουν από το μέσο όρο, να φανερώνουν από πολύ νωρίς τα δείγματα της μοναδικότητάς τους, σαν να μην είναι η ύπαρξή τους από μόνη της ξεχωριστή για εμάς.
Διαβάζουμε κάθε λογής βιβλία, ενημερωνόμαστε με κάθε τρόπο και μέσο για τη συναισθηματική νοημοσύνη τους, τα βομβαρδίζουμε με ερεθίσματα και αναρωτιόμαστε αν είναι αρκετά όλα όσα κάνουμε, για να τα βοηθήσουμε να ενταχθούν ομαλά σε έναν κόσμο τελείως ανώμαλο. Και κάπου εκεί στο παρά πέντε, βρισκόμαστε να βαδίζουμε σε τεντωμένο σχοινί, γιατί βλέπουμε ένα παιδί πλαισιωμένο από δραστηριότητες και εκπαιδευτικό παιχνίδι, μα λειψό από ελεύθερο χρόνο, από ελεύθερο και δημιουργικό παιχνίδι, από γονείς με κατανόηση, εμπιστοσύνη και σεβασμό στις ανάγκες της ηλικίας του.
Σίγουρα, κανένας γονιός δε θέλει το κακό για το παιδί του, αλλά είναι αναγκαίο πλέον να διευκρινίσουμε και να ξεχωρίσουμε αυτά που εμείς θεωρούμε σωστά για τα παιδιά μας, από εκείνα που πραγματικά μιλούν στη δική τους ψυχή. Και μια παιδική ψυχή για να ανθίσει χρειάζεται να μην τρέχεις για να τη συναντήσεις. Τα παιδιά χρειάζονται την ψύχραιμη, υγιή ψυχικά και απαλλαγμένη από “πρέπει”, παρουσία των γονιών.
Βαθιά μέσα μας τα ξέρουμε όλοι, ακόμη κι αν δεν καταφέρουμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα. Γιατί τότε, και μόνο τότε, όταν θα πάψει να μας κατατρώει η ανάγκη να “φανούμε” μέσα απ’ τα παιδιά μας, όταν θα σταματήσουμε να θεωρούμε τις άδειες από δραστηριότητες μέρες, χάσιμο χρόνου, όταν θα σταθούμε στο ύψος των παιδιών μας, για να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν και όταν αποδεχτούμε πλήρως την παραμικρή του απόκλιση από το σύνολο, θα συμπληρώσουμε ένα ολόκληρο, θα γεμίσουμε και δε θα βασανιζόμαστε στο παρά πέντε για όλα εκείνα που κάναμε πέρα, προκειμένου να χωρέσουμε σε μία ακρούλα της ομοιόμορφης και περιβόητης μάζας.
Αν πράγματι θέλουμε να πούμε ότι προσπαθήσαμε να είμαστε καλοί γονείς για το παιδί μας, πρέπει να σταματήσουμε να τρέχουμε και να μη φτάνουμε, να κοιτάξουμε περισσότερο αυτό που έχουμε μπροστά μας, να σταματήσουμε να ρίχνουμε κλεφτές ματιές στις ζωές όσων θεωρούμε σπουδαίους και να απολαύσουμε όσο γίνεται περισσότερο την ανεμελιά των παιδικών χρόνων, απαλλαγμένοι από τεχνητές ανάγκες, ψυχαναγκασμούς, διλήμματα και προσδοκίες για μικρούς Αινστάιν, γεμάτοι από ένα τεράστιο κενό αγάπης και ελευθερίας, που τους ανοίξαμε με περισσή φροντίδα κι επιμέλεια.
Περσεφόνη Χρυσαφίδου