Εισαγωγή
Ήταν η ώρα του καληνυχτίσματος της μονάκριβής μου. Μόλις είχε κλείσει τα έξι της χρόνια και, όπως κάθε βράδυ, πήγα στο δωμάτιό της για τα καθιερωμένα μας αγκαλιάσματα και φιλιά πριν από τον ύπνο. Τότε, ξεκίνησε, με δική της πρωτοβουλία, ο παρακάτω διάλογος, ο οποίος με συγκλόνισε και τον οποίο παραθέτω όπως ακριβώς έγινε και τον κατέγραψα αμέσως μετά.
Ν: Μπαμπάκα, θέλω να σου πω κάτι… Θα σε αγαπώ για πάντα στη ζωή μου!
Εγώ: Τι μοναδικό δωράκι που ήταν αυτό! Κι εγώ θα σ’ αγαπώ για πάντα, ψυχούλα μου υπέροχη. Θέλω, όμως, να σε ρωτήσω κάτι. Τη μικρή Ν., δηλαδή τον εαυτό σου, την αγαπάς;
Ν: Τις πιο πολλές φορές την αγαπώ, όταν, όμως, καμιά φορά με μαλώνεις μου είναι δύσκολο να το νιώσω.
Εγώ: Αυτό θα ήθελα, πραγματικά, να το συζητήσουμε.
Ν: Να, όταν καμιά φορά μου μιλάς θυμωμένα, τότε νομίζω πως έκανα κάτι πολύ άσχημο, πως σε στεναχώρησα και τότε μου είναι δύσκολο να νιώσω πως αγαπώ τον εαυτό μου.
Εγώ: Τι θα ήθελες να κάνω, ψυχούλα μου, αντί να σου μιλώ θυμωμένα ή να σε μαλώνω;
Ν: Όταν καμιά φορά τραγουδάς δυνατά, μπαμπάκα κι εγώ διαβάζω, σου ζητώ, μερικές φορές, να σταματήσεις. Πάντα σταματάς, αλλά κάποιες φορές ξαναρχίζεις μετά από λίγο. Σίγουρα, δεν το κάνεις επίτηδες, απλά ξεχνιέσαι. Το ίδιο συμβαίνει και με μένα, όταν π.χ. μου λες να πάω στο δωμάτιό μου για να ντυθώ, επειδή πρέπει να φύγουμε, κι εγώ δεν το κάνω. Μη θυμώνεις μαζί μου τότε γιατί δεν το κάνω επίτηδες, απλά μπορεί να είδα κάτι που μου άρεσε και να ξεχάστηκα, όπως κι εσύ. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, μίλα μου με πιο γλυκό τρόπο κι εγώ θα θυμηθώ αμέσως τι έπρεπε να κάνω.
Εγώ: Σ’ ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου, γιαβράκι μου, που μου τα είπες όλα αυτά, γιατί έτσι με βοηθάς να γίνω καλύτερος μπαμπάς, κάτι που το θέλω πάρα πολύ γιατί σ’ αγαπώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.
Ν: Μπαμπάκα, αύριο είναι Σάββατο. Θα μείνεις μαζί μου σπίτι;
Εγώ: Φυσικά, και θα κάνουμε ό,τι θέλεις.
Ν: Ωραία! Τότε μπορούμε να μιλήσουμε περισσότερο γι’ αυτό αύριο. Θα σου δώσω χαρτί και μολύβι για να γράψεις αυτά που σου είπα για να μη τα ξεχάσεις…
Αυτή ήταν η συζήτηση με τη Ν., ένα 6χρονο παιδί που, σε όσους την ανέφερα, μου είπαν πως έχω ένα χαρισματικό παιδί. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο χαρισματικό είναι το παιδί μου. Σίγουρα, όμως, κάτι το ξεχωριστό που είχε ήταν η ικανότητά της, στην ηλικία αυτή, να μπορεί να εκφράζει με λόγια τα συναισθήματα και τις σκέψεις της που, σίγουρα, δεν διαφέρουν από αυτά που νιώθουν και σκέφτονται τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας αυτής. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να νιώθει το παιδί πως έχει το δικαίωμα και το ελεύθερο να μπορεί να απευθύνεται σε εμάς και να εκφράζει τα όσα το απασχολούν, το ανησυχούν, το προβληματίζουν ή το φοβίζουν. Το αν και σε ποιο βαθμό διαθέτει ή όχι το παιδί μας την άνεση αυτή εξαρτάται αποκλειστικά από ΕΜΑΣ τους γονείς.
Ο Μινώταυρος που κρύβουμε μέσα μας
Το δεύτερο, που έχει ιδιαίτερη σημασία στη σχέση μας με τα παιδιά μας, είναι ο τρόπος που τα αντιμετωπίζουμε όταν κάνουν πράγματα που μας ενοχλούν ή που θεωρούμε ανεπίτρεπτα.
Παλαιότερα, κυριαρχούσε το δόγμα «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» ή «Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος» που χρησιμοποιούνταν ως σημείο αναφοράς και ως ο χρυσός κανόνας της διαπαιδαγώγησης παιδιών, τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο. Αυτός ο Μινώταυρος της «διαπαιδαγώγησης» των παλαιότερων, κυρίως, χρόνων, αφού δημιούργησε αρκετούς μελλοντικούς σαδιστές και μισητές μικρών παιδιών και, αφού χόρτασε από άφθονη τρυφερή παιδική σάρκα για πάρα πολλούς αιώνες, έχει λίγο-πολύ περιορισθεί, στις μέρες μας, στα ενδότερα του λαβυρίνθου του, χωρίς, όμως, να έχει πεθάνει ακόμα. Πάντα καραδοκεί, εκεί στο σκοτεινό κρησφύγετό του, που δεν είναι άλλο από την ψυχή του καθενός μας, ζητώντας την ευκαιρία για να ξεπροβάλει και πάλι τρομακτικός και απειλητικός. Τώρα πλέον, η χειροδικία έχει, σε μεγάλο βαθμό, αντικατασταθεί από τις φωνές, το έντονο κατσάδιασμα ή τις έντονες μομφές προς το παιδί. Το ερώτημα που τίθεται από τους ειδικούς είναι κατά πόσο αυτές οι νέες μέθοδοι αποτελούν καλύτερο τρόπο διαπαιδαγώγησης και αν επιβαρύνουν λιγότερο το παιδί ψυχικά.
Να μπαίνουμε πάντα στη θέση του παιδιού
Πριν από την οποιαδήποτε προσπάθεια απάντησης του αρχικού ερωτήματός μας, δηλαδή, αν είναι προτιμότερη η άγρια κατσάδα (όχι οι μη απαξιωτικές παρατηρήσεις σε έντονο ύφος) από το ξύλο, ας αναλογιστεί ο καθένας από εμάς αν και κατά πόσο θα ανέχονταν μια ανάλογα απαξιωτική και προσβλητική συμπεριφορά με αυτήν που εμείς ως γονείς συχνά έχουμε απέναντι στα παιδιά μας από το σύντροφο, το φίλο, τον εργοδότη, το συγγενή, το γείτονα ή τον οποιοσδήποτε άλλο γνωστό ή άγνωστο και πώς θα ένιωθε μετά από κάτι τέτοιο. Η αυτοεκτίμηση και ο αυτοσεβασμός ενός παιδιού δεν τραυματίζονται μόνον εξαιτίας συστηματικών ή/και υπερβολικών χειροδικιών, και ιδίως όταν αυτές προέρχονται από έναν γονιό με τον οποίο το παιδί έχει κακή σχέση, μπορεί να πληγούν καίρια ακόμα και εξαιτίας της σιωπηρής και, ταυτόχρονα, απαξιωτικής στάσης κάποιου, ιδιαίτερα αν αυτός είναι ένα σημαντικό, από συναισθηματική άποψη, άτομο για το παιδί.
Λίγα λόγια περί ορίων
Τα τελευταία χρόνια, τονίζεται ιδιαίτερα η ανάγκη οριοθέτησης των παιδιών. Ο καθένας, όμως, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει πως πίσω από αυτήν την αναγκαιότητα καλύπτεται συχνά μία λανθάνουσα αυταρχική μας στάση που θέλει να επιβάλει τους όρους της και να εξασφαλίσει μια ευκολότερη, για εμάς τους ενήλικες, ζωή. Οι σκληροί, άκαμπτοι και απόλυτοι κανόνες ποτέ ΔΕΝ τίθενται για χάρη του παιδιού. Αυτό είναι, συνήθως, το πρόσχημα. Στην πραγματικότητα, τίθενται, συνήθως, για να κάνουν ευκολότερη την καθημερινότητα του γονιού, του παιδαγωγού ή του εκπαιδευτικού. Ακόμα, όμως, και το απλό κατσάδιασμα ενός παιδιού από το δάσκαλό του, στη διάρκεια του μαθήματος και ενώπιον όλων, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά όχι μόνο το ίδιο το παιδί αλλά και το συναισθηματικό κλίμα ολόκληρης της τάξης, επισκιάζοντας τη χαρά της μάθησης.
Οι αυστηροί και άκαμπτοι κανόνες -ιδιαίτερα σε ευαίσθητες ηλικίες- σημαίνουν στην ουσία συρρίκνωση του αυθορμητισμού, της χαράς, της δημιουργικότητας, της αίσθησης ελευθερίας και της έμφυτης περιέργειας του παιδιού για τον κόσμο του, δημιουργώντας, ταυτόχρονα, μια απόσταση ανάμεσα στο ίδιο και στους ενήλικες που επιβάλουν τους κανόνες αυτούς. Αυτοί που οριοθετούν άκαμπτα και απόλυτα βάζουν, στην ουσία, το «ΟΧΙ» στο επίκεντρο της σχέσης τους με το παιδί, ενώ στον κόσμο των παιδιών αυτό που κυριαρχεί και που θα πρέπει να κυριαρχεί είναι το «ΝΑΙ». Ως εκ τούτου, στην περίπτωση κυριαρχίας των «ΟΧΙ», η δημιουργία απόστασης ή ακόμα και ενός αγεφύρωτου χάσματος ανάμεσα σε ενήλικα και παιδί είναι αναπόφευκτη.
Από μία τέτοιου είδους οριοθέτηση πλήττονται κυρίως παιδιά με ιδιαίτερες ευαισθησίες και ευαλωτότητες, καθώς και προβλήματα συμπεριφοράς ή ελέγχου της παρορμητικότητάς τους. Αυτά τα παιδιά το μόνο που ΔΕΝ χρειάζονται είναι οι κατσάδες, οι φωνές και το αγρίεμα. Αυτό που έχουν απόλυτη ανάγκη είναι η ύπαρξη ενηλίκων στη ζωή τους που να τα αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα, συνέπεια, προβλεψιμότητα, σταθερότητα, ευαισθησία και διάθεση βοήθειας. Το κατσάδιασμα ενός παιδιού ενώπιον ολόκληρης της τάξης, μπροστά σε κόσμο, στο δρόμο ή σε ένα σούπερ μάρκετ αποτελεί πλήγμα στο φυσιολογικό ναρκισσισμό, στην αυτοεκτίμηση και στη σχέση του παιδιού με τον κόσμο των ενηλίκων. Οι επιπτώσεις δεν διαπιστώνονται πάντα άμεσα. Υπάρχουν χιλιάδες έρευνες που καταδεικνύουν τη σχέση ανάμεσα στη βίαιη συμπεριφορά ανδρών προς τις συντρόφους τους και στον τρόπο διαπαιδαγώγησης που έτυχαν, ως παιδιά, οι ίδιοι. Ένα κοινό εύρημα, μεγάλου αριθμού των ερευνών αυτών, είναι πως οι άνδρες αυτοί, ως παιδιά, εξευτελίζονταν έντονα από τους γονείς τους ενώπιον άλλων…
Γονιός ή εκπαιδευτής;
Τα παιδιά, παρόλο που δεν είναι σκυλιά, πολλοί γονείς μοιάζει να τα ανατρέφουν με τρόπο ανάλογο αυτού που εκπαιδεύονται τα σκυλιά, δηλαδή, με δεκάδες προτροπές, διαταγές και απαγορεύσεις, σέρνοντάς τα, συχνά, δεξιά κι αριστερά χωρίς να τα ρωτούν και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τι θα ήθελαν ή θα ευχαριστούσε τα ίδια. Εάν κάποιος συμπεριφερόταν σε εμάς τους ίδιους με ανάλογο τρόπο, ίσως και να μη θέλαμε να τον ξαναδούμε μπροστά μας. Τα παιδιά, όμως, δεν μπορούν να κάνουν το παραμικρό γιατί είναι αδύναμα και ΑΠΟΛΥΤΑ εξαρτημένα από εμάς τους γονείς τους, τόσο για τη βιολογική όσο και για την ψυχολογική τους επιβίωση.
Αυτό, όμως, που μπορούν να κάνουν πολλά παιδιά, ως «αντίποινα», είναι π.χ. να μην τρώνε το φαγητό τους, να μην κοιμούνται, να γκρινιάζουν, να ανακατώνουν το σπίτι, να λερώνουν και να λερώνονται, να αργοπορούν κ.τ.λ. Με τον τρόπο αυτόν, συχνά «εκδικούνται» τον αυταρχικό γονιό τους, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να περισώσουν ό,τι μπορούν από το στραπατσαρισμένο, εξαιτίας του γονικού αυταρχισμού, Εγώ τους. Το άλλο άκρο είναι η πλήρης υποταγή στη γονική εξουσία και η ανάπτυξη ενός ψευδούς εαυτού που είναι, ως επί το πλείστων, οι υιοθετημένες και ενσωματωμένες επιταγές και προσδοκίες των γονιών τους, με την ελπίδα να συνεχίσουν να έχουν την αποδοχή και την αγάπη τους, όντας τα «καλά παιδιά» που οι γονείς τους θέλουν…
Δεν υπάρχει πιο απεχθής σαδισμός και συναισθηματικός εκ-βιασμός από τις εκφράσεις του τύπου: «Αν δεν είσαι καλό παιδί, η μαμά ή ο μπαμπάς δεν θα σε αγαπάει ή θα φύγει ή θα πάρει άλλο παιδάκι κ.τ.λ.» που, δυστυχώς, ακούγονται αρκετά συχνά ακόμα και μέχρι σήμερα. Πολλοί θεωρούν πως κάτι τέτοιο δεν έχει κάποια σοβαρή συνέπεια στο παιδί, απλά, «το επαναφέρει στην τάξη». Όταν, όμως, κάτι τέτοιο λέγεται από αυτόν του οποίου η αγάπη είναι το ίδιο πολύτιμη με το οξυγόνο που αναπνέουμε, τότε η απειλή στέρησής της αποτελεί όπλο ακαταμάχητο, αν και ψυχικά συχνά «θανατηφόρο».
Όπως και άλλες ανάλογες μέθοδοι «διαπαιδαγώγησης», έτσι και αυτού του είδους οι συναισθηματικές απειλές ή στραγγαλισμοί έχουν επιπτώσεις που, συχνά, οι συνέπειές τους είναι μακροπρόθεσμες και δυσδιάκριτες. Τα παραδείγματα πολλά και τραγικά.
Όταν ένας γονιός λέει πως αγαπά όσο τίποτα άλλο το παιδί του -ενώ, ταυτόχρονα, το «σαπίζει» στο ξύλο, σε περίπτωση που αυτό κάνει κάτι ανάρμοστο- τότε το ΣΙΓΟΥΡΟ είναι πως ο γονιός αυτός έχει υπερταυτιστεί υποσυνείδητα με το παιδί του. Στην περίπτωση αυτή, το παιδί αντιπροσωπεύει τον εξιδανικευμένο εαυτό του γονιού, δηλαδή, αυτό που ο ίδιος θα ήθελε να είναι και που τώρα προσδοκά να το δει να παίρνει σάρκα και οστά διαμέσου του παιδιού του. Ως εκ τούτου, αγαπά μια συγκεκριμένη μόνον εκδοχή του παιδιού του. Η εκδοχή αυτή δεν είναι άλλη από αυτήν που ο ίδιος προσδοκά για ΔΙΚΟΥΣ του λόγους και που όσο το παιδί καταφέρνει να ανταποκρίνεται με συνέπεια σε αυτήν είναι το καλύτερο παιδί του κόσμου, εισπράττοντας «αγάπη» περισσότερη και από αυτήν που χρειάζεται. Αλίμονό του, όμως, αν απογοητεύσει το γονιό του. Τότε, θα πρέπει να «επανέλθει στην τάξη» με οποιονδήποτε τρόπο…
Επίλογος
Διαπαιδαγωγώ ΔΕΝ σημαίνει δαμάζω ή κατέχω αλλά διευκολύνω το παιδί να εξελίξει τον ΑΛΗΘΙΝΟ του εαυτό, θέτοντας με ευαισθησία και συν αισθαντικότητα τα απαραίτητα όρια που ενθαρρύνουν την εξέλιξη προς την κατεύθυνση αυτή και όχι προς αυτήν που μας ΒΟΛΕΥΕΙ ή που μας ΑΡΕΣΕΙ…
Όλα θα μπορούσαν να αλλάξουν προς το καλύτερο, εάν καταφέρναμε να δούμε τον ίδιο μας τον εαυτό στο παιδί που έχουμε κάθε φορά μπροστά μας και όταν καταφέρουμε να μετατρέψουμε το επιχείρημα «Μαλώνω το παιδί γιατί έχει κάποιο πρόβλημα ή γιατί έχει κάνει κάποιο λάθος» στη διαπίστωση πως «Όταν φθάνω στο σημείο να μαλώνω -κυρίως με την ιδιότητα του γονέα- ένα παιδί έντονα, τότε εγώ είμαι που έχω κάνει κάποιο λάθος»…
Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D.
Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης
Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης