Αναμφισβήτητα, κάθε οικογένεια περνά τις δικές της δυσκολίες στη διαδρομή της ζωής της και αντιμετωπίζει κάθε λογής προβλήματα που, ανάλογα με το πώς τα διαχειρίζεται, άλλοτε την αναστατώνουν και την πονάνε, και άλλοτε την ενδυναμώνουν και την εξελίσσουν. Πολύ συχνά και όχι αδικαιολόγητα, οι γονείς αγωνιούν για το εάν και για το πώς θα μοιραστούν με τα παιδιά τις ενδεχόμενες προκλήσεις με τις οποίες η οικογένεια έρχεται αντιμέτωπη. Φόβοι και αγωνίες όπως «μήπως αν πω στο παιδί την αλήθεια θα το επιβαρύνω;» «μήπως δε θα το αντέξει;» «κι αν κάνει ερωτήσεις για τις οποίες δεν έχω απαντήσεις;» διατυπώνονται συχνά από γονείς ή φροντιστές/κηδεμόνες παιδιών. Τέτοιες εσωτερικές συγκρούσεις μπορεί να αφορούν θέματα σχετικά με κάποια απώλεια ή πένθος, με διαμάχες των γονιών ή και απόφαση διαζυγίου, κάποιο τραυματικό γεγονός που βίωσε κάποιο μέλος της οικογένειας και άλλα πολλά.
Ας ξεκινήσουμε με το να αναλογιστούμε τις πιθανές επιπτώσεις της απόκρυψης μιας τέτοιας πραγματικότητας. Πολλές φορές οι γονείς τείνουν να αποκρύπτουν από το παιδί αλήθειες που όχι μόνο το αφορούν αλλά και έχει το δικαίωμα να γνωρίζει ώστε να μπορεί να κάνει τη δική του συναισθηματική επεξεργασία, όπως λόγου χάρη όταν αποκρύπτουν ή δίνουν ασαφείς πληροφορίες για το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου ή μια ασθένεια. Σε μια τέτοια περίπτωση, το παιδί καταβάλλεται από μεγάλη σύγχυση και καταλήγει να κατακλύζεται από άγχος διότι βιώνει μια πραγματικότητα που δεν την κατανοεί. Στην προσπάθεια του να την καταλάβει επιδίδεται σε μια σειρά από φαντασιώσεις (κατά πάσα πιθανότητα καταστροφικές) με αποτέλεσμα να βιώνει την πραγματικότητα ακόμα πιο απειλητική και τρομακτική. Παράλληλα, κάτω από αυτές τις συνθήκες δε δίνεται στο παιδί ο χώρος να εκφράσει τα όποια συναισθήματα και σκέψεις μπορεί να έχει, το οποίο με τη σειρά του γεννά αισθήματα ανασφάλειας και μοναξιάς.
Από την άλλη μεριά, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου παρατηρούμε να συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Κάποιοι γονείς φαίνεται να έχουν την ανάγκη να αποκαλύπτουν τα πάντα στο παιδί, αντιμετωπίζοντας το σαν ικανό και έτοιμο να κουβαλήσει οποιοδήποτε φορτίο. Το παιδί αναπόδραστα υιοθετεί ένα γονικό ρόλο (ευθύνης), γεγονός που επιφέρει πολλές επιπτώσεις στην ψυχολογική του ανάπτυξη και ισορροπία. Η πιθανότητα να «γονεοποιηθεί» το παιδί με το να αναλαμβάνει έναν υποστηρικτικό-φροντιστικό ρόλο προς το γονέα αυξάνεται όταν οι γονείς βιώνουν οι ίδιοι δυσκολίες στο να σχετιστούν και όταν δεν καλύπτονται οι συναισθηματικές τους ανάγκες (Byng-Hall, 2002).
Συχνά, τα διλήμματα των γονέων εδράζονται στο δίπολο του «άσπρο ή μαύρο», στα πλαίσια δηλαδή μιας λογικής του «να τα πω όλα ή να μην πω τίποτα», σαν να αποκλείονται όλες οι ενδιάμεσες αποχρώσεις του γκρι. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο είτε να γίνουν υπερπροστατευτικοί εμποδίζοντας τη συναισθηματική ωρίμανση του παιδιού και το δέσιμο με το γονιό είτε να το υπερφορτώνουν εξυπηρετώντας ασυνείδητα δικά τους κίνητρα.
Είναι σημαντικό, επίσης, να κρατάμε στο μυαλό μας ότι αυτό που δεν εκφράζεται με λέξεις, δε σημαίνει ότι δεν επικοινωνείται κιόλας. Οι γονείς αναπόφευκτα και χωρίς τις περισσότερες φορές να το αντιλαμβάνονται στέλνουν εξωλεκτικά μηνύματα στα παιδιά. Τα παιδιά «διαβάζουν» αυτά τα «σήματα» και αποκτούν μια ανείπωτη και ανεξήγητη αίσθηση ότι «κάτι δεν πάει καλά», «κάτι δε λέγεται».
Αξίζει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε πριν πάρουμε την απόφαση να μοιραστούμε ή όχι μια δύσκολη ή επώδυνη αλήθεια, για ποιο σκοπό επιλέγουμε να το μοιραστούμε ή αντίστοιχα να το αποκρύψουμε, τι θα είναι επωφελέστερο για το παιδί, και ποιες δικές μας ανάγκες πιθανόν εξυπηρετούνται. Είναι πολύ χρήσιμο να αναστοχαζόμαστε και να διερευνούμε προσεκτικά το ενδεχόμενο η απόφασή μας να σχετίζεται με δική μας δυσκολία με το εν λόγω θέμα, με κάλυψη δικών μας συναισθηματικών αναγκών ή με προβολή δικών μας φόβων ή επιθυμιών (πχ. το αρνούμαστε ή το αποφεύγουμε εμείς οι ίδιοι). Αναμφισβήτητα, κάθε γονιός θέλει και παλεύει για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα πλην όμως δεν έχουμε πάντα επίγνωση των ενδοψυχικών μας διεργασιών, των συναισθημάτων μας, των κινήτρων μας και των μηχανισμών άμυνάς μας. Επομένως, δε σημαίνει ότι πρέπει είτε να επιβαρύνουμε το παιδί με περιττές και επουσιώδεις (και συνήθως τρομακτικές) λεπτομέρειες της πραγματικότητας είτε να μην του επιτρέπουμε καμία γνώση αυτής. Μπορούμε να επιλέξουμε να πούμε την αλήθεια που κρίνουμε ότι αντέχει κι αυτό να το κάνουμε με απλά λόγια και με σαφήνεια χωρίς υπεκφυγές και ευφημισμούς, με τρόπο που να συμβαδίζει με την ηλικία του παιδιού.
Ας έχουμε κατά νου ότι όταν εμείς ως γονείς βιώνουμε άγχος, οι ασυνείδητες κεραίες του παιδιού το εισπράττουν και έτσι νιώθει ανασφαλές και διστακτικό να στραφεί σε εμάς για στήριξη. Ο ρόλος του «αρκετά καλού» γονέα (Winnicott, 1965) είναι να μπορεί να αντέχει και να «εμπεριέχει» ό,τι αισθάνεται το παιδί διευκολύνοντάς το έτσι να αντέξει και το ίδιο μια επώδυνη συναισθηματική εμπειρία, να την επεξεργαστεί, να την νοηματοδοτήσει και να τη μετασχηματίσει. Επιπλέον, ο ρόλος του γονέα είναι να καθρεφτίσει, να αναγνωρίσει τη συναισθηματική εμπειρία του παιδιού και με ενσυναίσθηση να είναι «σιωπηλά» παρόν σε αυτή τη διαδικασία. Το να νιώθει το παιδί ότι έχει ένα στέρεο ώμο να ακουμπήσει το διευκολύνει να αντέχει τις ματαιώσεις της ζωής ενώ ενδυναμώνει τη σχέση με το γονέα/ πρόσωπο φροντίδας.
Οτιδήποτε κι αν αποφασίζουν οι γονείς σε σχέση με το αν θα συζητήσουν μια οδυνηρή αλήθεια, είναι γεγονός ότι ο πόνος κι οι επιπτώσεις που βιώνει το παιδί δεν ξεκινούν τη στιγμή που του γνωστοποιείται η αλήθεια αλλά πολύ νωρίτερα. Ωστόσο, το τι είδους δυσκολίες και προβλήματα είναι αυτά που μας προβληματίζουν αν θα μοιραστούμε με το παιδί είναι καθοριστικής σημασίας. Καλούμαστε, λοιπόν, να αναλογιστούμε εάν αυτό που θα μοιραστούμε θα είναι βοηθητικό για το παιδί και με ποιο τρόπο. Στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, θα ήταν ωφέλιμο να προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση του παιδιού και να κατανοήσουμε το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του, δηλαδή τον υποκειμενικό του κόσμο. Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο η αποκάλυψη να συμβαδίζει με την ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού και το παιδί να μην βλάπτεται από την απόκρυψη ή την αποκάλυψη. Πυξίδα είναι πάντα το συμφέρον του παιδιού και μέλημά μας να καλλιεργήσουμε μια ανοιχτή, πορώδη και αυθεντική σχέση μέσα στην οποία μπορεί να αισθάνεται και να λειτουργεί ελεύθερα με τη διακριτική μας παρουσία.
Κλείνοντας, το ερώτημα του πόσα πρέπει να γνωρίζουν τα παιδιά είναι ένα ερώτημα δύσκολο να απαντηθεί και δικαίως ταλανίζει τις οικογένειες. Κάθε παιδί, κάθε περίπτωση και κάθε σχέση είναι μοναδική άρα και οποιαδήποτε απόλυτη απάντηση θα ενείχε τον κίνδυνο να αποτελέσει μια υπεργενικευμένη δήλωση που αγνοεί το ρόλο που παίζει ο συνδυασμός διαπροσωπικών, ατομικών, κοινωνικών παραγόντων. Αυτό που μοιάζει να είναι ζωτικής σημασίας είναι να αντιμετωπίζουμε τα παιδιά σαν όντα που έχουν την ικανότητα να σκέφτονται. Ας θυμόμαστε ότι τα παιδιά «πιάνουν» τη μυστικότητα στην οικογενειακή ατμόσφαιρα, λαμβάνοντας τα ανείπωτα μηνύματα. Αν κάτι σημαντικό μας απασχολεί θα ανησυχούν έτσι κι αλλιώς…οπότε είναι καλύτερο να μην ανησυχούν μόνα τους.
hamogelo.gr