in

«Άφησα τα παιδιά μου να κοιμούνται ό,τι ώρα θέλουν και το αποτέλεσμα με δικαίωσε»

Η ώρα του ύπνου είναι μια πρόκληση για τους περισσότερους γονείς. Μέχρι να σκεφτείς κάτι που θα σε σώσει, όπως αυτός ο μπαμπάς που σκέφτηκε να δώσει την ελευθερία στους γιους του να κοιμούνται ό,τι ώρα θέλουν, με έναν μόνο όρο: να μένουν απλά στο δωμάτιό τους. Εσείς θα ακολουθούσατε το παράδειγμά του;

«Όταν οι γιοι μου έμαθαν ότι μετά το φαγητό, θα τους αφήναμε να κοιμηθούν ό,τι ώρα ήθελαν για μία εβδομάδα, φυσικά υποστήριξαν την απόφασή μας. […]

Όταν είπα γι’ αυτό το πείραμα στη γυναίκα μου νωρίτερα την ίδια μέρα, εκείνη μου έλεγε ότι πίστευε πως όλο αυτό θα κατέληγε σε σκέτη καταστροφή.Μου έλεγε ότι δεν θα κοιμόμαστε, ότι τα παιδιά θα ήταν εξαντλημένα, ότι θα πάθαιναν πιο συχνά κρίσεις υστερίας και ότι θα επικρατούσε το απόλυτο χάος. Ένα 5χρονο και ένα 7χρονο παιδί δεν θα μπορούσαν να αποφασίσουν μόνα τους τι ώρα θα πέσουν για ύπνο.

[…]

Έχω περάσει πολλές ώρες μιλώντας σε ειδικούς του ύπνου και γενικά προσπαθώ να εφαρμόσω ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα: αρχίζουμε να κλείνουμε τα φώτα και τις οθόνες κατά τις 7 το απόγευμα, βάζουμε πιτζάμες κατά τις 7.30, διαβάζουμε λίγο, βουρτσίζουμε δόντια και πέφτουμε κάτω απ’ τα σκεπάσματα στις 8. Προφανώς, όταν λέω “εμείς” εννοώ τα παιδιά μας, όχι εμένα και τη γυναίκα μου. Η ρουτίνα μας είναι περισσότερο ένας τρόπος ζωής για εμάς.

Και πάλι, το σπίτι δεν μένει ήσυχο μετά τις 8. Τα αγόρια συχνά φωνάζουν ο ένας στον άλλον, παλεύουν, σηκώνονται απ’ το κρεβάτι, λένε ότι διψάνε ή ότι φοβούνται. Εμείς είμαστε παρόντες, ανταποκρινόμαστε στις φωνές, τις απειλές και την  αναστάτωσή τους. Οι πόρτες κλείνουν. Το ίδιο και η τηλεόραση. Η ησυχία εξαπλώνεται στο σπίτι γύρω στις 9 μ.μ.

Το πείραμα αυτό σχετιζόταν με το ότι ήθελα να βρω έναν καλύτερο τρόπο να γίνεται όλο αυτό. Έτσι, με το που το αρχίσαμε, είπαμε στους γιους μας ότι θα έπρεπε να βρίσκονται μέσα στα δωμάτιά τους την κανονική ώρα. Οι ιστορίες, οι πιτζάμες και το βούρτσισμα των δοντιών παρέμεναν στο πρόγραμμα. Ωστόσο, από τη στιγμή που ήταν στο δωμάτιό τους, τα αγόρια μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν -αρκεί να μην πάλευαν μεταξύ τους και να μην έφευγαν απ’ την κρεβατοκάμαρά τους.

“Δεν με νοιάζει πόσα βιβλία θα διαβάσετε, με πόσα παιχνίδια θα παίξετε ή αν θα σηκωθείτε απ’ το κρεβάτι. Όσο μένετε στο δωμάτιό σας, θα μπορείτε να αποφασίσετε πότε θα πέσετε για ύπνο.”

“Κι αν έχουμε να σου πούμε κάτι;”, με ρώτησε ο 5χρονος γιος μου.

“Θα μου το πείτε το πρωί”, του απάντησα.

[…]

“Αν ξαναμπούμε στο δωμάτιό σας, θα το κάνουμε για να κλείσουμε το φωτάκι νυχτός ή την πόρτα”, τους εξήγησα. Οι κανόνες είναι κανόνες. Και η παραλλαγή των κανόνων είναι κι αυτή κανόνας.

“Μπορείς να έρθεις να μας βάλεις κάτω απ’ τα σκεπάσματα;”, με ρώτησε ο 7χρονος γιος μου.

“Όχι”, του είπα. “Αν θες να το κάνω αυτό, θα πρέπει να ξαπλώσεις πριν φύγω απ’ το δωμάτιο”.

Και οι 2 ήθελαν. Έτσι, τους σκέπασα, τους έδωσα τα βιβλία και τα παιχνίδια που ζήτησαν, τους υπενθύμισα ότι μπορούσαν να κοιμηθούν ό,τι ώρα ήθελαν και βγήκα απ’ το δωμάτιο σταυρώνοντας τα δάχτυλά μου για καλή τύχη.

Πήγα στην κρεβατοκάμαρα, είδα τη γυναίκα μου κι εκείνη με κοίταξε σκεπτική. Από το τέλος του διαδρόμου, μπορούσαμε να ακούσουμε τα αγόρια να μιλάνε και να γελάνε. Ο μεγάλος μας γιος διάβαζε στον μικρότερο. Δεν μας φώναξαν. 

“Δεν θα κοιμηθούν ποτέ”, είπε η γυναίκα μου.

“Αυτό θα το δούμε”, της απάντησα.

Από τις 9 μ.μ. επικρατούσε ησυχία. Περπάτησα μέχρι το δωμάτιο των παιδιών, άνοιξα λίγο την πόρτα και τα είδα να κοιμούνται κρατώντας στην αγκαλιά τους από ένα βιβλίο. Το θεώρησα ως ένα μεγάλο θρίαμβο αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχαν κολύμβηση εκείνη τη μέρα και ότι ήταν πιθανώς εξαντλημένα. Δεν θα ξανασυνέβαινε το ίδιο.

Την Τρίτη έγινε το ίδιο. Όπως και την Τετάρτη. Την Πέμπτη δεν έγινε ακριβώς έτσι, αλλά και πάλι η προσπάθεια που καταβάλαμε για να κοιμηθούν τα παιδιά δεν μπορούσε με τίποτα να συγκριθεί με παλιότερα.

Προφανώς, τους έδωσα όση ελευθερία χρειάζονταν. Τους έδωσα την ευκαιρία να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις και τα κατάφεραν. Φυσικά, δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι σκέφτονται “Είναι 9 το βράδυ. Καιρός να κοιμηθούμε”. Αυτό θα ήταν γελοίο. Το πιθανότερο είναι ότι απλώς έμειναν ξύπνιοι μέχρι να τους πάρει ο ύπνος, όπως κάθε βράδυ. Η αλήθεια είναι κατέληξα στο εξής συμπέρασμα: δεν έπρεπε πλέον να πάνε για ύπνο. Δεν είχαν κάτι το οποίο έπρεπε να διεκδικήσουν κι έτσι σταμάτησαν να το διεκδικούν.

Αν το καλοσκεφτείς, όλο αυτό έχει απόλυτη λογική. Το να τους λέω να μπουν σε μια διαδικασία για την οποία δεν ήταν έτοιμοι, δεν ήταν μια έξυπνη ιδέα. Το να τα συνοδεύω μέχρι ένα σημείο και μετά να κοιμούνται μόνα τους έμοιαζε περισσότερο λογικό. Δεν είχα αυτή τη διορατικότητα αλλά μπορώ να υποκρίνομαι το αντίθετο.

“Έγραψες το άρθρο για το πείραμά σου;”, με ρώτησε η γυναίκα μου.

“Όχι, όχι ακόμα.”

“Μπορείς να γράψεις ότι έκανα λάθος, αν θες”, μου απάντησε.

Σίγουρα θα το έγραφα. Και το έγραψα. Γιατί όντως έκανε λάθος.»

Αγκαλιά και παιδί. Ποια είναι η επίδραση της αγκαλιάς στα παιδιά;

Μπαμπάδες και κόρες: Γιατί η σχέση τους είναι μοναδική