Μια διαφορετική εξομολόγηση για τη σχέση πατέρα-γιού
Του Χρήστου Κιούση
Υπάρχουν γονείς και γονείς, όπως φυσικά υπάρχουν διαφόρων ειδών άνθρωποι. Δεν πολυσυγκινούμαι όταν ακούω ατάκες του στυλ “έγινα θυσία για τα παιδιά μου”, “ξέρεις εγώ τι έκανα για σένα” κι άλλες τέτοιες μεγαλοστομίες.
Συνήθως κρύβουν πίσω τους ένα άχτι, μια ζήλεια ακόμα και από γονιό προς παιδί. Η σχέση παύει να είναι ανιδιοτελής ως οφείλει, υπάρχει ένα χρέος. Δεν θα πληρωθεί ποτέ, γιατί δεν πρέπει να πληρωθεί και η ζωή απλά θα κυλάει.
Συγκινήθηκα κι εγώ, όπως και πολλοί από εσάς από το κείμενο του Βασίλη Σαμπράκου για τη σχέση με τον πατέρα του, για τον κοινό τους ουσιαστικό χρόνο, για το κενό μετά το τέλος. Μιλάω για τη συγκίνηση την ουσιαστική, όχι μόνο τον κόμπο στο λαιμό ή τα υγρά μάτια στο τέλος του κειμένου.
Εννοώ τις σκέψεις που επιστρέφουν σε άσχετες στιγμές, όταν “ψιλοχάνεσαι” λίγο, όταν σκέφτεσαι αυτό που διάβασες, αυτό που με τόση ευαισθησία σου μετέφερε ένας άνθρωπος και φαινομενικά αφορά εκείνον, αλλά τελικά αφορά πολλούς.
Χάνεις το αγαπημένο σου πρόσωπο, την αναφορά σου, το πρότυπό σου όταν ξεκίνησες πιτσιρικάς, την ασφάλειά σου τη συναισθηματική. Μπορεί να είναι ο πατέρας σου, μπορεί η μητέρα σου, ίσως ένας μεγάλος αδελφός.
Δεν μπορώ να σας πω με σιγουριά, ποια θεωρώ μεγαλύτερη απώλεια, αυτήν που επιφέρει το μεγάλο τέλος ή την εν ζωή απώλεια. Να χάνεσαι δηλαδή, να απομακρύνεσαι ψυχικά, ενώ η κλεψύδρα ακόμα έχει άμμο. Ήταν η ζωή μου ως τώρα έτσι, που αμφιβάλλω σοβαρά, αν θα βιώσω αυτά, που περιέγραψε ο Βασίλης.
Η δική μου σχέση ήταν παιδιόθεν προβληματική. Δεν χρειάζεται να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά παρατηρώ συνομηλίκους μου επί δεκαετίες ολόκληρες και το μπαμπάς – γιός ήταν πάντα προβληματικό στο μυαλό μου.
Έπαιξε πολλή κριτική διάθεση, πολλή ένταση, πολύ πρέπει και πολύ απαγορεύεται. Πολλή σύγκριση επίσης και πολλή αμφισβήτηση. Αλήθεια αν με διαβάζετε νέοι πατεράδες, μην το κάνετε.
Μη συγκρίνετε τα παιδιά σας με άλλα παιδιά. Τρέφετε την ανασφάλειά τους. Τα παιδιά σας κινδυνεύουν να πορεύονται όλη τους τη ζωή με αυτή τη σύγκριση, “τι έκανε ο άλλος”, “τι απέκτησε ο άλλος”, “ακόμα υπολείπομαι”; Τα παιδιά θέλουν ενθάρρυνση, τα μεγαλύτερα παιδιά κατανόηση, τα ακόμη μεγαλύτερα παιδιά σας γίνονται γονείς και είναι ακόμα παιδιά σας που χρειάζονται κάτι.
Τόσοι συμπλεγματικοί άνθρωποι γύρω μας, τόσο ψυχικά βίαιοι, τόσο συναισθηματικά ατελείς, τόσες πολλές συγκρίσεις πίσω τους. ‘Εχει γίνει η αστεία ατάκα σε τόσες παρέες. “Ξάπλωσε και μίλησέ μου για τα παιδικά σου χρόνια”.
Κι όμως είναι τόσο απλό, που καταντάει να ακούγεται απλοϊκό κι άρα ελαφρύ. “Η μόνη μας πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια”, λέει το σύνθημα στον τοίχο και είναι λιτό και πάνσοφο μαζί.
Δεν πιστεύω στη διεκδίκηση του χαμένου χρόνου. Έχω χάσει εδώ και πολλά χρόνια την πίστη μου στην αλλαγή των ανθρώπων. Αν δεν μπορείς να αλλάξεις τα παιδικά του χρόνια, δεν μπορείς να επιφέρεις καμιά ουσιαστική αλλαγή στον άνθρωπο.
Δεν χάνεται βέβαια η αξία της συγγνώμης, δεν απαξιώνεται μια ειλικρινής συζήτηση με μπόλικη αυτοκριτική, με αληθινή αναγνώριση κάθε γονεϊκής αστοχίας. Μετά ξεκίνα να δουλεύεις κάθε μέρα γι αυτή τη σχέση. Όχι με υπερβάλλοντα ζήλο, αυτός είναι ύποπτος. Πήγαινε αργά και σταθερά, τα πισωγυρίσματα είναι χειρότερα.
Πιστεύω στα παραδείγματα. Ακόμα κι αν δεν μπορώ να βρω το θετικό παράδειγμα στη δική μου ζωή, κρυφοκοιτάω τις ζωές των άλλων. Όντας καμμένος ξέρω να αναγνωρίζω τις αυθεντικές σχέσεις, τα ανδρικά βλέμματα, τις λίγες αλλά ουσιαστικές κουβέντες.
Δεν ζηλεύω, εντάξει μπορεί να ζηλεύω και λίγο, αλλά σκέφτομαι εμένα ως πατέρα. Πως μπορώ να μοιάσω σε εκείνον τον μπαμπά, που θαυμάζω μέσα από τα λόγια του γιού του. Πιστεύω και στα αρνητικά παραδείγματα, αυτά τα προς αποφυγήν. Πολύ πολύ χρήσιμα, κοιτάζω μέσα μου και λέω “προς Θεού Χρήστο μη γίνεις έτσι, μην το κάνεις αυτό”.
Σε κάποιες περιπτώσεις λειτουργεί ως καταλύτης μια αρρώστια, μια συγγενική απώλεια. Τότε κουνιούνται οι εγκέφαλοι και λένε “μα τι κάνεις τόσα χρόνια”. Σε άλλες περιπτώσεις δε συμβαίνει ποτέ τίποτα. Τα πάντα φθίνουν μέχρι το φυσικό τέλος.
Τα κενά μεγαλώνουν, τα “αν” και τα “γιατί” επιστρέφουν ξανά και ξανά, μέχρι που στην καλύτερη περίπτωση δεν επιστρέφουν ούτε αυτά. Νεκρώνουν οι συγκεκριμένοι νευρώνες σε τέτοιο σημείο, που οι γύρω σου σε θεωρούν σκληρό, ψυχρό άνθρωπο.
Λέγεται διακόπτης αυτοπροστασίας κι όσο οι άλλοι με κρίνουν για άλλη μια φορά για την ψυχρότητά μου, εγώ φυλάω ζεστασιά μόνο για αυτούς που την αξίζουν, για τα παιδιά μου ως γονιός, για την κοπέλα μου ως σύντροφος, για τους αγαπημένους μου φίλους. Προς τα πίσω δεν μπορώ να πάω τον χρόνο. Ήταν δουλειά άλλων και δεν την έκαναν.
Υ.Γ. Ο Βασίλης ανέφερε ως καταλύτη του μια υπέροχη ταινία. Η δύναμη της τέχνης, η αξία του καλού σινεμά. Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω κι εγώ μία. Λέγεται “Truman”, πρωταγωνιστεί ο αγαπημένος μου Ricardo Darin και περιλαμβάνει μια σκηνή αγκαλιάς πατέρα-γιού, που με μαχαιρώνει.
Υ.Γ. 2 Βασίλη μου, you know…
gazzetta.gr