Ο γιος μου δεν θέλει να πάει στο σχολείο. Κάθε πρωί συναντώ τα ίδια σφιγμένα χείλη και το μελαγχολικό του βλέμμα, καθώς φορά αυτή την αρματωσιά στην ψυχή του: μια ασπίδα στωικότητας και ένα κράνος αδιαφορίας. Όμως αργότερα, το βράδυ, όταν πια έχει αφήσει την πανοπλία του, συναντώ ένα πολύ διαφορετικό αγόρι. Μοιάζει αδύνατο, λίγο χλωμό, μάλλον αποκαμωμένος.
Παλιά έκανα συγκεκριμένες ερωτήσεις. «Τι σε δυσκολεύει; Ο δάσκαλος; Τα παιδιά; Τι λένε; Τι κάνουν»; Έβαζε τα δυνατά του να μου απαντήσει, όμως αναπόφευκτα κατέληγε, κλαίγοντας και μπερδεμένος να απαντά: «Δεν ξέρω».
Του David Sewell McCann
Τελικά εστίασα την προσοχή μου. Από κοντά. Και κατάλαβα πως αιτία της θλίψης του δεν ήταν κάτι, ένα γεγονός, ένα περιστατικό. Είναι η καθοριστική του σχέση μέσα στον κόσμο. Έχω ένα ευαίσθητο παιδί.
Ορισμένοι άνθρωποι είναι έτσι. Απλά ευαίσθητοι. Το όριο ανάμεσα σε εκείνους και τον κόσμο είναι λεπτό, πολύ λεπτό, και επιτρέπει πάρα πολλά «πράγματα» να το διαπερνούν. Οι ευαίσθητοι άνθρωποι ακούν περισσότερο, βλέπουν περισσότερο, αισθάνονται περισσότερο, νοιώθουν περισσότερο. Αντιλαμβάνονται τα αδιόρατα: μια σύσπαση στο αριστερό μάτι της δασκάλας, έναν μακρινό ήχο από ρόδα ποδηλάτου, την ενόχληση από την ετικέτα του ρούχου στο λαιμό. Νοιώθουν ακόμα και τη μοναξιά του διπλανού τους. Όλα τα ρουφάνε. Και για τα παιδιά αυτό μπορεί να είναι μεγάλο βάρος.
Ευαισθησία. Πόνος. Άμυνα. Ασφάλεια.
Φαντάσου να διαισθάνεσαι ότι ο θείος σου δεν θέλει πια να είναι μαζί με τη θεία σου –και είσαι μόλις τεσσάρων. Φαντάσου να πρέπει να είσαι προσεκτικός την ώρα του μαθήματος, στη Β’ Δημοτικού, τη στιγμή που ο κλιματισμός σφυρίζει μέσα στ’ αυτιά σου. Φαντάσου να πρέπει να κλωτσήσεις τη μπάλα, ενώ παρακολουθείς κάθε πουλί που πετά, κάθε χέρι που κινείται στις εξέδρες, κάθε σημαία που κυματίζει –για να μην αναφέρω και τις κουβέντες που ακούγονται παραδίπλα. Είναι διασπαστικό. Το λιγότερο. Τις περισσότερες φορές είναι οδυνηρό. Το ξέρω από πρώτο χέρι γιατί ήμουν κι εγώ ένα ευαίσθητο αγόρι. Και πήγα σχολείο. Και το μισούσα επίσης.
Όμως τα κατάφερα. Έκανα αυτό που κάνουν οι περισσότεροι ευαίσθητοι άνθρωποι: απομακρύνθηκα, έμεινα μουδιασμένος, κρατούσα τους περισσότερους ανθρώπους σε απόσταση. Έγινα διασκεδαστικός, ευχάριστος, πολυάσχολος, λίγο μανιακός. Όμως μετά συνέβησαν δύο πράγματα που άλλαξαν την οπτική μου: έγινα δάσκαλος και έγινα μπαμπάς.
Ως δάσκαλος δουλειά μου ήταν να προσέχω και να παρατηρώ τους μαθητές μου. Εξελίσσονταν; Ήταν ήσυχοι; Γιατί ήταν ήσυχοι; Ήταν η προσοχή τους διασπασμένη; Μισούσαν το σχολείο; Και μετά έπρεπε να σκεφτώ κάτι να κάνω.
Διάβασα βιβλία, ρώτησα συναδέλφους, δοκίμασα αμέτρητες τεχνικές. Τελικά μια και μόνη αποδείχθηκε περισσότερο αποτελεσματική από κάθε άλλη: η αγκαλιά.
Αγκαλιά με το σώμα και με τις λέξεις.
Με το δικό μου παιδί, ήταν ξεκάθαρο. Το κρατούσα στην αγκαλιά μου. Το κρατούσα σφιχτά και για πολύ ώρα. Κάποιες φορές το τύλιγα σε μια κουβέρτα και το κρατούσα. Του πρόσφερα ζεστασιά – πολύ ζεστασιά, βαθιά ζεστασιά, κάτω από την επιφάνεια του δέρματος. Αυτό τον βοηθούσε να εντοπίσει το πού βρισκόταν. Τον βοηθούσε να βρει πού είναι τα όριά του και, τουλάχιστον για εκείνη τη στιγμή, να εστιάσει την προσοχή του σε αυτό. Καθώς τον κρατούσα μπορούσε να βγάζει ήχους, συναισθήματα, εικόνες και να μείνει στο δέρμα του, στα όριά του. Ήταν τεράστια ανακούφιση. Τον καθησύχαζε, τον ηρεμούσε, τον δυνάμωνε. Τώρα έχουμε πολλούς τρόπους να παίρνει αυτό που χρειάζεται. Παλεύουμε, παίζουμε παιχνίδια στο πάτωμα, τον τυλίγω σαν μούμια και τον κουβαλάω σε όλο το σπίτι. Και το λατρεύει.
Μέσα στην τάξη, δεν μπορούσα να κάνω τις ίδιες επιλογές. Ως δάσκαλος δεν έχω τον χρόνο, τον χώρο, και συχνά την άδεια, να κρατάω αγκαλιά ένα παιδί. Έτσι βρήκα έναν άλλο τρόπο να αγκαλιάζω τους μαθητές μου. Με τις λέξεις μου.
Έμαθα ότι μπορώ να μιλώ στα παιδιά με έναν τρόπο που όχι μόνο κρατά αμείωτη την προσοχή τους αλλά τα βοηθά να αισθάνονται ότι κάποιος τα αγκαλιάζει. Να νοιώθουν ήρεμα, στο κέντρο τους, ότι πατούν στέρεα πάνω στη γη. Τους έλεγα μια ιστορία.
«Λόγια σαν μαγικά ξόρκια»…
Προσέξτε! Όταν λέω ιστορία δεν εννοώ ότι διάβαζα ένα εικονογραφημένο βιβλίο ή αφηγούμουν ένα κλασσικό παραμύθι. Όλες αυτές οι ιστορίες έχουν οφέλη και δώρα για τα παιδιά, όμως οι ιστορίες για τις οποίες μιλώ είναι εκείνες που αφήνουν στην άκρη την πανοπλία, που βρίσκουν την καρδιά και μιλούν απευθείας στον πιο κλειστό και αμυντικό εαυτό μας.
Αυτές οι ιστορίες απαιτούν να μειώσεις ταχύτητα, να πάρεις πολύ χρόνο, να σταθείς ακίνητος και να μιλάς ωσάν τα λόγια σου να είναι μαγικά ξόρκια. «Ήταν – κάποτε – ένας – φασιανός»… Ξέρεις ότι είσαι στο σωστό δρόμο όταν βλέπεις τα μάτια τους λίγο να γουρλώνουν, το σαγόνι να χαλαρώνει και το κεφάλι τους να γέρνει ελαφρά προς τα μπρος. Μοιάζουν εκστασιασμένα γιατί πράγματι είναι. Βρίσκονται μέσα στον κόσμο που δημιουργείς με τις λέξεις σου. Και μπορείς να τους κρατήσεις. Μπορείς να δώσεις σχήμα σε αυτόν τον κόσμο, για να μην ουρλιάζει, να μην τους διασπά, να μην τους αναστατώνει. Αυτός ο κόσμος μπορεί να έχει στρογγυλεμένες άκρες, ένα απαλό κελάηδισμα των πουλιών και ζεστό, νόστιμο φαγητό.
Μπορεί να είναι μια ιστορία για ένα παιδί που βρίσκει ένα καινούριο σπίτι μέσα στο δάσος, με φιλόξενα και ευγενικά ζώα που το φροντίζουν. Μπορεί να είναι μια ιστορία για ένα μωρό αρκουδάκι που η μαμά του το κρατούσε αγκαλιά μέχρι να περάσει ο χειμώνας. Ή για έναν μικρό τυφλοπόντικα, που σκάβει, σκάβει μέχρι που βρίσκει το πιο απαλό κρεβάτι κάτω από το χώμα. Αυτές οι εικόνες μπορεί να είναι σαν δυνατά χέρια –σε σφίγγουν και σε καθησυχάζουν. Κι όταν η ιστορία τελειώσει και το παιδί ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα και καθίσει πίσω, μπορεί να ακούσεις την πιο γλυκιά από τις λέξεις: «Ευχαριστώ». Το έχεις αγκαλιάσει.
«Όμως δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς να το κάνω αυτό», θα πεις. Όμως έχεις. Μίλα σαν να αγκαλιάζεις. Σταθερά, με ελαστικότητα και πάνω από όλα με αγάπη. Αν κάθε λέξη που εκστομίσεις έχει την αγάπη μιας μεγάλης, καθησυχαστικής αγκαλιάς, έχεις βρει τη σταθερότητα.
Στη δουλειά μου ως δάσκαλος και ως γονείς αλλά και ως συγγραφέας παιδικών βιβλίων τώρα, ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: Χωρίς καμία εξαίρεση, η πιο δυνατές και αναζωογονητικές ιστορίες είναι εκείνες που δημιουργούν οι ίδιοι οι γονείς και οι δάσκαλοι. Δίνουν προσοχή στο παιδί, παρατηρούν το φρύδι που σηκώνεται, την βαθιά εκπνοή, το βλέμμα που πέφτει στο πλάι και λένε μια ιστορία ακριβώς για αυτή τη στιγμή και τη θέση. Και τότε το παιδί χαλαρώνει γιατί ξέρει ότι κάποιος το αγκαλιάζει. Το κρατάει και του λέει ότι το βλέπει, ότι το καταλαβαίνει και ότι μια μέρα όλα θα είναι πιο εύκολα. Γιατί θα είναι.
photodentro.gr