ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, γιε μου, μια χρονιά απ’ όλες τις χρονιές, σε μια χώρα, ζούσε ένας άνθρωπος με άσπρα γένια που ήξερε πολλά, πιο πολλά από την καλοσύνη που ‘χε στην ψυχή του, και η καλοσύνη της ψυχής του ήτανε πιο πλατιά από τη γνώση του.
Σ’ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΧΩΡΑ, ΛΟΙΠΟΝ, γιε μου, που ζούσε ο άνθρωπος με την άσπρη γενειάδα, στην πιο μεγάλη πόλη είχανε στήσει ένα άγαλμα. Το άγαλμα που λέμε είχε μάτια αστραφτερά φτιασμένα από πέτρες πολύτιμες, τα μαλλιά του από ατόφιο ασήμι, η κορμοστασιά του από απείραγο χρυσάφι και το μπόι του ίσια με δυο χιλιάδων ανθρώπων.
ΟΙ ΣΥΝΤΟΠΙΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΑΣ με την άσπρη γενειάδα, που είπαμε πως η γνώση του ήτανε πάνω από την καλοσύνη του και η καλοσύνη του πάνω από τη γνώση του, πιστεύανε και προσκυνούσανε σ’ αυτό το άγαλμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πιστεύανε πως το άγαλμα που λέμε έδινε και την καλοσύνη και την κακία, και την καλή και την κακή σοδειά, και την ομορφιά και την ασκήμια κι όλα.
ΜΟΝΟ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ ΓΕΝΕΙΑΔΑ δεν πίστευε σ’ αυτά. Στην αρχή, αυτή του την απιστία την έκρυβε μέσα του. Με τον καιρό όμως το μυστικό του μεγάλωνε, ώσπου έγινε μέσα του μια μεγάλη πέτρα που του βάραινε την ψυχή. Ε, δεν άντεξε, και μια μέρα τρέχει εκεί που ήτανε στημένο τ’ άγαλμα και φωνάζει στους συντοπίτες του:
– ΚΑΛΟΙ ΜΟΥ ΣΥΝΤΟΠΙΤΕΣ, γιατί πιστεύετε σ’ αυτό το άγαλμα με τ’ αστραφτερά μάτια και τη μαλαματένια κορμοστασιά; Αυτό, εσείς το φτιάσατε και το στήσατε εδώ. Με το μυαλό σας και με τα χέρια σας. Και τώρα στέκεστε μπροστά του λες κι είναι τούτο ο δημιουργός του μυαλού και των χεριών σας! Εγώ σας λέω: πέρα από κείνο που δεν φαίνεται, πού ‘ναι αιώνιο μα και που αλλάζει ασταμάτητα, πέρα από το πλάσμα που δεν πλάστηκε, δεν υπάρχει τίποτα που πρέπει να πιστεύετε. Γκρεμίστε τούτο το άγαλμα, συντοπίτες μου!
ΣΑΝ ΑΚΟΥΣΑΝΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ που η γνώση του ήτανε πάνω από την καλοσύνη του και η καλοσύνη του πάνω από τη γνώση του, οι συντοπίτες του στην αρχή δεν καταλάβανε, ύστερα σαν καταλάβανε τα χάσανε λίγο, ύστερα θύμωσαν και στο τέλος πήρανε πέτρες από καταγής, γιε μου, και τον πετροβολήσανε. Και όχι μόνο μια φορά. Έλα όμως που αυτός δεν το έβαζε κάτω και δεν σώπαινε… Αυτό που νόμιζε σωστό, αυτό που σκεφτότανε, το ‘λεγε χωρίς να διστάζει, κι όσο το ‘λεγε και το ξανάλεγε τόσο η φωνή του δυνάμωνε, κι όσο η φωνή του δυνάμωνε τόσο ένιωθε και πιο νέος.
ΈΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ, ΓΙΕ ΜΟΥ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΑΣ με την άσπρη γενειάδα απόχτησε την αγέραστη νιότη κάτω απ’ τις πέτρες που πέφτανε βροχή. Κείνοι που τον πετροβολούσανε γέρασαν, οι μέσες τους λύγισαν, τα χέρια τους έτρεμαν και δεν μπορούσαν πια να προστατέψουν την πίστη τους, τ’ άγαλμά τους. Κι ο άνθρωπος μας που συναπάντησε την αιώνια πίστη, αυτός που η γνώση του ήτανε πάνω από την καλοσύνη του και η καλοσύνη του πάνω από την γνώση του, αυτός που η ψυχή του ήτανε πάνω από τη γνώση του και η γνώση του κι απ’ την ψυχή του πιο γενναία, γκρέμισε μόνο με μια γροθιά το άγαλμα πού ‘χε το ύψος χιλιάδων ανθρώπων.
ΚΙ ΕΣΥ, ΓΙΕ ΜΟΥ, ΣΑΝ ΔΕΝ ΔΙΣΤΑΖΕΙΣ ΝΑ πως δεν πιστεύεις σ’ αυτό που δεν πίστεψες ποτέ, σαν δεν κιοτέψεις τότε που θα σε πετροβολάνε γι’ αυτό που πιστεύεις, κι εσύ τότε, σαν τον άνθρωπο που ζούσε κάποτε σε κείνη τη χώρα, που η καλοσύνη του ήτανε πάνω από τη γνώση του και η γνώση του πάνω από την καλοσύνη του, τότε θα φτάσεις στη αιώνια νιότη, γιε μου…
* Ο Ναζίμ Χικμέτ (15 Ιανουαρίου 1902 – 3 Ιουνίου 1963) ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, κι από τις σημαντικότερες φωνές της τουρκικής λογοτεχνίας τον 20ο αιώνα. Εισήγαγε τον ελεύθερο στίχο κι ένα ευρύ φάσμα νέων θεμάτων στην ποίηση, επηρεάζοντας σημαντικά την τουρκική λογοτεχνία της δεκαετίας του ’30. Πέρασε πολλά χρόνια στη φυλακή για τις κομμουνιστικές του ιδέες και πέθανε εξόριστος στη Μόσχα.
Θεωρείται ένα από τα ινδάλματα της τουρκικής Αριστεράς. Στα ελληνικά, ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος Ρίτσος και ορισμένα από αυτά μελοποίησαν ο Μάνος Λοίζος και ο Θάνος Μικρούτσικος.
doctv.gr